.

Δεν βλέπω το Μουντιάλ, αλλά είδα ελάχιστα απ’ τον αγώνα της Ελλάδας με την Αργεντινή. Οι Έλληνες παίκτες, μέσα σε λίγες μέρες, έγιναν από ήρωες άχρηστοι, μετά πάλι ήρωες, μετά κάτι στο ενδιάμεσο μετά πάλι ήρωες. Είναι φοβερή η ευκολία που γίνεται αυτό. Διάβαζα εδώ μερικές φράσεις εφημερίδων την επόμενη μέρα μετά την κατάκτηση του Euro 2004. Μάλλον υπερβολικές.

«Ένα νέο έθνος γεννιέται», «HELLAS!!!! Σε όλη την Ευρώπη αυτή η λέξη θα γράφεται και θα ακούγεται για μήνες. Αυτή τη φορά όχι για την ιστορία του έθνους μας, όχι για τον πολιτισμό που χάρισε στον κόσμο» (Αδέσμευτος). «Το εκτυφλωτικό φως που άναψαν 11 λεβέντες ντυμένοι στα γαλανόλευκα χθες, στο «Στάδιο του Φωτός» της Λισαβόνας, θα φαίνεται από τα άστρα. Από τον έβδομο ουρανό. Εκεί θα βρείτε τους ήρωες του EURO 2004 (...) εκεί θα βρείτε κι εμάς, εκεί θα συναντήσουμε κι εσάς. Την Ελλάδα ολάκερη. Μια χώρα στις φλόγες! Μια χώρα ταπεινή που γιορτάζει και θα γιορτάζει στον αιώνα τον άπαντα τον απόλυτο Αθλο» (Ελευθεροτυπία!!!).

Τα διάβαζα αυτά και έψαχνα και τα πρωτοσέλιδα μέσω του in.gr (οι δεξιές εφημερίδες χωρούσαν στα πρωτοσέλιδά τους την άσχετη μουτσούνα του πρωθυπουργού και της γυναίκας του) και προσπαθούσα να θυμηθώ πού ήμουν εγώ το βράδυ του τελικού. Και τι έκανα.
Το 2004 ήμουν στο στρατό. Απ’ το χειμώνα μέχρι και το καλοκαίρι ζούσα σ’ ένα στρατόπεδο της Κομοτηνής και ένιωθα πανίσχυρος. Τα πράγματα ήταν καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα, με σέβονταν όλοι επειδή ήμουν μεγαλύτερος (μεγαλύτερος κι απ’ τον 25χρονο υπολοχαγό μου), δούλευα σ’ ένα γραφείο και στα κρυφά κρατούσα σημειώσεις με την ελπίδα ότι θα γίνουν κάποτε βιβλία (δεν έγιναν) και άρθρα (έγιναν).

Επειδή ήξεραν πως είμαι απ’ τη Θεσνίκη με ρωτούσαν όλοι τι ομάδα ήμουν. Δεν ήμουν.
Παλιά ο μπαμπάς μου με είχε κάνει ΠΑΟΚ (σ’ όλη την παιδική μου ηλικία κόσμος εκπλησσόταν φωναχτά –ευχάριστα ή δυσάρεστα: «Καλά σε λένε Άρη και είσαι Πάοκ;», απίστευτα κουραστικό.) Κάποτε, προς το γυμνάσιο συνειδητοποίησα πως χωρίς λόγο ταραζόμουν με όλα αυτά τα παιχνίδια μπάσκετ που κρίνονταν στο τελευταίο δευτερόλεπτο και σταμάτησα να τα βλέπω, σταμάτησα να ασχολούμαι τελείως. Θεώρησα πως όλο αυτό είναι μάταιο, ακόμα και να σκίσει σήμερα η ομάδα μετά θα πάει χάλια, είναι σα τη ζωή, με τις μικρές δόσεις ευτυχίας της και τις μεγάλες δόσεις μη ευτυχίας.

Κάπως άσχετο: τα τελευταία χρόνια κάνω συνέχεια παρουσιάσεις σε σχολεία και γνωρίζω παιδιά δημοτικού. Είναι η πρώτη και πιο εκνευριστική ερώτηση που θα μου κάνουν. «Κύριε τι ομάδα είστε;»
Στην αρχή δεν έλεγα τίποτα, προς μεγάλη απογοήτευση των μαθητών. Μετά, σε επόμενα σχολεία έλεγα Πάοκ. Αυτό εξόργιζε τουλάχιστον τους μισούς και με γιουχάρανε, με βρισιές, κανονικά. (Τουλάχιστον όμως οι υπόλοιποι με αποθέωναν και, ίσως κι επειδή πίστευαν πως ήμουν Πάοκ, αγόραζαν τα βιβλία μου.) Όταν με κατέβαλλαν τα συνεχή γιουχαϊσματα, σε επόμενα σχολεία, έλεγα ότι δεν είμαι τίποτα. Αυτό ήταν χειρότερο όμως γιατί έμεναν όλοι δυσαρεστημένοι.

Τώρα τελευταία βρήκα ένα έξυπνο κόλπο και λέω πως «Είμαι Απόλλων Καλαμαριάς, επειδή ζω στην Καλαμαριά!» Στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν ο Απόλλων ζει ή αν πέθανε και σε ποια κατηγορία γκρεμοτσακίστηκε φέτος, αλλά το κόλπο πιάνει μια και τα περισσότερα παιδιά σέβονται την εκκεντρική επιλογή μου. (Όσα δεν την σέβονται επιμένουν: «Οκ, Απόλλων Καλαμαριάς. Από τις μεγάλες όμως;»)

Εκείνο τον Ιούνιο λοιπόν. Όλοι στο στρατόπεδο καίγονταν για το Euro, εγώ, όσο ανθελληνικό και να ήταν αυτό, αδιαφορούσα. Και σύντομα άρχισα να κάνω διευκολύνσεις σε όσους ήθελαν να δουν τα ματς. Δε ζητούσα ανταλλάγματα, είχε έρθει η βυσματική μετάθεσή μου για Θεσσαλονίκη, σε λίγες εβδομάδες πήγαινα σ’ ένα υπέροχο στρατόπεδο κοντά στο σπίτι μου. Κι έτσι από μονόχνωτος και ηδονικά απομονωμένος ξαφνικά νοιαζόμουν για όλους. Έκανα φιλίες, άκουσα προβλήματα, έδωσα συμβουλές. Και κάλυψα θέσεις καθώς οι φαντάροι το έσκαγαν στα κρυφά για να δουν τα ματς. Κάποτε οι ανώτεροι στρατιωτικοί κατάλαβαν τον παράνομο ρόλο που έπαιζα. Και, διστακτικά στην αρχή, μου ζήτησαν να βοηθήσω και αυτούς.

Έγινα λοχίας υπηρεσίας, υποδεκανέας αλλαγής ή αλφαμίτης ή οτιδήποτε χρειάστηκε. Έμπαινα στη θέση λοχαγών, εγώ, ένας γιωτάς με περιφρόνηση για τα στρατιωτικά, και περνούσα την ώρα μου διαβάζοντας βιβλία και περιοδικά, την ώρα που από μακριά, είτε απ’ το καψιμί είτε απ’ την πόλη, ακούγονταν κάθε τόσο πανηγυρισμοί. Καθώς οι μέρες περνούσαν οι πανηγυρισμοί ήταν όλο και πιο συχνοί. Και όλοι μου ζητούσαν όλο και περισσότερες χάρες. Το στρατόπεδο άδειαζε, όλοι έβγαιναν έξω ή κλείνονταν στο κψμ και ένιωθα τελείως μόνος, ευχαριστημένος που όλα μου ανήκαν, τα σιωπηλά κτίρια, τα τανκς, η περιφραγμένη φύση.

Σύντομα αναλάμβανα βάρδιες και μετά τους αγώνες, για να βγουν έξω να πανηγυρίσουν. Το πράγμα πήγαινε για θαύμα και το θαύμα όντως έγινε σε κάποια στιγμή αλλά δε θυμάμαι περισσότερα, από ένα σημείο και μετά όλες οι νίκες μού φαίνονταν ίδιες. Όταν το Euro τελείωσε όλοι με αντάμειψαν, τιμητική άδεια, κάθε μέρα είχα έξοδο, διανυκτερεύσεις, κλπ. Λίγες μέρες μετά έφυγα από εκεί και, καλώς ή κακώς, πήγα σπίτι μου.

Κάθε χρόνο το σκέφτομαι (και συχνά το κάνω). Κάθε ταξίδι στην Κομοτηνή με γεμίζει με αναμνήσεις ενός ανθρώπου σχετικά φοβισμένου, αρκετά νευρωτικού, περιέργως καταφερτζή, ηθελημένα μοναχικού, με άφθονο ελεύθερο χρόνο για γράψιμο, διάβασμα και ονειροπόληση. Που ενδιαφερόταν περισσότερο για τυχόν δικούς του, προσωπικούς θριάμβους παρά για τους υποχρεωτικά Εθνικούς...

.
.
.
+ Bits and Pieces.
.
..