Wednesday, January 12, 2011

Tα πάρτι γενεθλίων της γάτας μας.

.


Οι γονείς μου φρόντιζαν την Νταίζη στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της (η αδερφή μου την φρόντισε με αγάπη στα πρώτα χρόνια της ζωής της) και μετά το θάνατό της δεν ξαναπήραν άλλη γάτα.

Εγώ είχα μια περίεργη σχέση μαζί της. Μια σχέση καχυποψίας, όπου ο βασικός καχύποπτος ήμουν εγώ. Την βιντεοσκοπούσα – περίμενα να κάνει κάτι αστείο ή εντυπωσιακό, αλλά συνήθως τριβόταν πάνω μου και με οδηγούσε στην κουζίνα με απώτερο σκοπό να ταϊστεί. Περπατούσα στο σπίτι και μπλέκονταν στα πόδια μου, επίτηδες, για να με εμποδίσει να κάνω οτιδήποτε άλλο απ’ το να της δώσω να φάει. Όταν έτρωγε γουργούριζε και ερχόταν στην αγκαλιά μου καθώς έβλεπα τηλεόραση και χαιρόμουν. Δεν την άντεχα για πολύ όμως: με γέμιζε τρίχες, τα νύχια της με ενοχλούσαν. Άντε φύγε, της έλεγα, και πριν περάσει πολλή ώρα νιαούριζε και πάλι για να φάει. Πάντα ήθελα να αναπτύξω μια στενή σχέση μαζί της, να δοθώ ολοκληρωτικά, αλλά πάντα το ανέβαλλα. Πίστευα ότι θα είναι για πάντα εκεί – ή αν όχι για πάντα για τουλάχιστον καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα.

Θυμάμαι που γιορτάζαμε τα γενέθλια της Νταίζης – και αυτό είναι που τα ξεκίνησε όλα. Μαζευόμασταν στο σαλόνι, η πυρηνική οικογένεια και ο Γιώργος και προσπαθούσαμε να την τιμήσουμε, να της δώσουμε να καταλάβει πως κάτι ξεχωριστό συνέβαινε εκείνο το Αυγουστιάτικο βράδυ, κάθε χρόνο.

Είχαμε τούρτα, μουσική, περίεργα καπέλα. Φουσκώναμε πολύχρωμα μπαλόνια που έγραφαν Happy Birthday. Της παίρναμε δωράκια. Τα λέγαμε μεταξύ μας, πίναμε και λιγάκι. Διασκεδάζαμε κι εγώ τραβούσα με την κάμερα. Η κάπως αυθαίρετη τοποθέτηση της ημέρας γέννησης της γάτας μας, που την γιορτάζαμε κάθε καλοκαίρι, ήταν ευκαιρία για χαζομάρες καθώς αυτή τριβόταν χαδιάρικα, ή αδιαφορούσε πλήρως, ή έτρεχε να βρει φαγητό.

Για το πάρτι γενεθλίων της την ταΐζαμε σολομό. Ελπίζαμε πως το εκτιμούσε. Μετά φωτογραφιζόμασταν με την τούρτα, φορούσαμε κι άλλα γελοία εορταστικά καπελάκια και βάζαμε μουσική. Η Νταίζη δεν καταλάβαινε τίποτα. Ή τα καταλάβαινε όλα αλλά δεν είχε τρόπο να το δείξει.

Πέθανε πριν χρόνια η Νταίζη, νεότερη απ’ ό,τι έπρεπε και την μνημονεύουμε συχνά. Κοιτούσε το νερό. Αυτό έκανε τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της, πριν καν καταλάβουμε ότι κάτι πήγαινε στραβά. Κοιτούσε το νερό της για ώρες, χωρίς ενέργεια, χωρίς ενδιαφέρον για κάτι άλλο – ούτε καν για το φαγητό που μέχρι τότε έμοιαζε να είναι ο σημαντικότερος λόγος ύπαρξής της. Μερικές φορές την είχα βρει πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας: πατούσε στο ανοιχτό καπάκι, λες και θα πηδούσε μέσα και κοιτούσε μέσα στο νερό, θλιμμένη, τελείως θλιμμένη. Ήταν περίεργο, και ανατριχιαστικό.

Λίγους μήνες μετά την έκανα και ηρωϊδα του πρώτου μου βιβλίου - το έγραφα την περίοδο που ήταν άρρωστη: τα παιδιά με τις μαγικές δυνάμεις προσπαθούσαν να σώσουν τη γάτα τους τη Νταίζη που ήταν φυλακισμένη μέσα σε πίνακες μιας παράξενης πινακοθήκης, σ’ ένα κάστρο στο Νησί των Χριστουγέννων. Κι εγώ ήθελα να είχα μαγικές δυνάμεις και να πετούσα στην κλινική ζώων στο Πανόραμα που την είχαν (της έβαλαν και ορό!) και να την έσωζα.

Τις προάλλες, σ’ έναν τοίχο με φωτογραφίες στο σπίτι της αδερφής μου είδα μια φωτογραφία από ένα πάρτι γενεθλίων της γάτας: στο παλιό μας σπίτι στο Καραμπουρνάκι (αυτό που σχεδόν κάθε βράδυ βλέπω στον ύπνο μου) φορούσαμε τα καπέλα, κρατούσαμε τα μπαλόνια, χαμογελούσαμε στην κάμερα που ήταν προγραμματισμένη να τραβήξει φωτογραφία. Η Νταίζη δεν φαινόταν πουθενά.


----------------------



* Το, μάλλον χαριτωμένο, πάρτι γενεθλίων μιας (άλλης, που επίσης δεν έχει ιδέα τι γίνεται γύρω της) γάτας.




--------------------


* ΒitsAndPieces, κάθε μέρα εδώ