(σχέδιο: Στέργιος Δελιαλής)*γράφει ο
gazakasΓια τον Σαββόπουλο πάντα γράφονταν και λέγονταν πολλά. Τα τελευταία χρόνια όμως τα περισσότερα από τα γραφόμενα ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με το δημόσιο πρόσωπο "Σαββόπουλος" -συνήθως με ύφος που είναι συνήθως ένα μείγμα αποδοκιμασίας και απογοήτευσης ξεχνώντας τη βασική ιδιότητά του, αυτή του δημιουργού, ή, στην καλύτερη περίπτωση αναφέρονται σε αυτήν παρεμπιπτόντως (εκτός ίσως από εδώ: 1, 2). Αναφέρουν δύο-τρία από τα γνωστότερα τραγούδια του, πετάνε και κανένα σχόλιο του τύπου “γενάρχης των τραγουδοποιών” και προχωρούν έπειτα σε σχόλια για τον "κοσμικό κύριο Σαββόπουλο" για να παραφράσω τον Καρυωτάκη. Ο Σαββόπουλος όμως ευτυχώς ή δυστυχώς είναι πρώτα-πρώτα τα τραγούδια του, οι μουσικές και οι στίχοι του... Αν εξαιρέσουμε τις ζωντανές ηχογραφήσεις και τους δίσκους του που περιέχουν μουσική που έγραψε για ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές ή θεατρικές παραστάσεις, οι studio δίσκοι του Σαββόπουλου είναι μέχρι σήμερα ακριβώς έντεκα. Παρακολουθώντας λοιπόν το παρόν blog για καιρό, ήταν μεγάλη πρόκληση για έναν "πιστό" του έργου του σαν κι εμένα, να φτιάξω μια λίστα με ένα τραγούδι από κάθε studio δίσκο -τη στιγμή μάλιστα που μια σχετική ιδέα είχε πέσει ήδη στο τραπέζι από τον οικοδεσπότη. Οι φετινές παραστάσεις του Πυρήνα (Σαββόπουλος, Λάντσιας, Κιουρτσόγλου) μου έδωσαν άλλον έναν οδηγό για τη σύνταξη αυτής της ενδεκάδας: όπως σε αυτές, έτσι κι εδώ έχουν επιλεγεί από αυτούς τους έντεκα δίσκους (που καλύπτουν ένα χρονικό φάσμα τεσσάρων σχεδόν δεκαετιών) τραγούδια με τα οποία νιώθω ιδιαίτερα δεμένος, χωρίς απαραίτητα να είναι τα γνωστότερα ή ακόμα και τα "καλύτερα" του κάθε δίσκου. Έχουμε και τραγουδάμε λοιπόν...1. Οι παλιοί μας φίλοι (Φορτηγό - 1966): Το Φορτηγό, ο πρώτος δίσκος τριαντατριών στροφών του Σ., περιέχει κλασικά Νεοκυματικά κομμάτια, τα οποία μου ήταν γνωστά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πολύ πριν πέσει στα χέρια μου ο δίσκος αυτός. Τότε άλλα τραγούδια με πήραν απ' το χέρι, πιο δύσκολα και πιο σκοτεινά, όπως αυτό. Οι πρώτες νωχελικές νότες στην κιθάρα, που γίνεται όλο και πιο νευρική όσο προχωρά το τραγούδι, το πνιγμένο "Μη" του πρώτου στίχου, η φωνή που μοιάζει να κάνει ασκήσεις αναπνοής, όπως έγραψε ο ίδιος ο Σ., η αποτίμηση (στα 20 του, έτσι;) μιας ζωής που φεύγει ανεπιστρεπτί και φυσικά το εμβληματικό τετράστιχο για τη ζωή που αλλάζει και τις δύσκολες αποφάσεις, με καθήλωσαν και υπήρξαν το καταφύγιό μου κάθε φορά που άφηνα κάτι πίσω μου: φίλους, αγάπες, τραγούδια, ζωή...
Θα είμαι κει να σας θυμίζω τις μέρες τις παλιές...2. Είδα την Άννα κάποτε (Το Περιβόλι του Τρελλού - 1969): Η δική μου Άννα ήταν και παιδική φίλη αλλά και πρώτη ξαδέρφη. Έξι μήνες διαφορά, μαζί στο νηπιαγωγείο, μαζί στο Δημοτικό, στο φροντιστήριο Αγγλικών, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο... Και κάπου εκεί, χαθήκαμε. Όχι ότι δεν βλεπόμαστε ή δεν τα λέμε, αλλά χάσαμε σιγά-σιγά εκείνον τον μυστικό δεσμό που μας ένωνε. Αυτό το τραγούδι το αντιλαμβανόμουν πάντα σαν ένα γλυκόπικρο αποχαιρετισμό της παιδικότητάς μου και σαν ένα καλωσόρισμα της ενήλικης ζωής. Η ενορχήστρωση είναι εκπληκτική αναδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τους στίχους και το κοντραμπάσο πραγματικά μαγεύει...
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή/ τι να καταλάβουμε οι φτωχοί...
3. Κιλελέρ (Μπάλλος - 1970): Το Κιλελέρ ενώ σε πρώτο επίπεδο πρόκειται για μια ελλειπτική και περιεκτική περιγραφή των γεγονότων στο θεσσαλικό κάμπο το Μάρτιο του 1906, οι δυο κεντρικές στροφές μας αποκαλύπτουν ένα άλλο επίπεδο όπου το "εγώ" του μουσικού ψάχνει να βρει το ρόλο του και τη θέση του απέναντι στα γεγονότα. Μουσικά, το συγκεκριμένο τραγούδι δίνει την καλύτερη απάντηση σε όσους αδυνατούν να καταλάβουν γιατί θεωρείται τόσο σημαντική η συμβολή του Σ. στην ελληνική ροκ: κιθάρες, ντραμς, μπάσο, φωνή μας χαρίζουν ένα καθαρόαιμο ροκ κομμάτι που κλείνει με έναν πρωτοποριακό (ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα 1970) τρόπο για την ελληνική μουσική: ο Σ. κάνει στιχάκι (και δεύτερο ρεφρέν) μια ημερομηνία!
Έξη Μαρτίου χίλια εννιακόσια δέκα... [
Κιλελέρ << Η Καλύβα ψηλά στο βουνό]
4. Μαύρη Θάλασσα (Βρώμικο Ψωμί - 1972): Δωδεκάμιση λεπτά διονυσιασμού ξεκινούν με κάτι περίεργους ήχους που βγάζουν διάφορα κρουστά σαν να ετοιμάζεται ένας περίεργος τοκετός, μια μουσική κοσμογονία. Τη σκυτάλη παραλαμβάνουν ηλεκτρικά όργανα που ζεσταίνονται θαρρείς για ό,τι πρόκειται να επακολουθήσει και μέσα σε αυτή τη δημιουργική φασαρία ακούς διάσπαρτα κάποια πνευστά, ένα κλαρίνο, ένα φλάουτο, που σε λίγο θα μείνει μόνο του, στην απόλυτη ησυχία, μια μοναχική νεογέννητη ψυχή που ψάχνει να βρει τη θέση της στο χώρο και στο χρόνο. Και μόλις τη βρει: ΕΝΑ! ΔΥΟ! ΤΩΡΑ! Μπαίνουν σε λειτουργία όλα τα όργανα και πάλι, με τα "ουάουα" της ηλεκτρικής κιθάρας να θυμίζουν φωνές μωρού παιδιού που μεγαλώνει σε μια περίεργη θάλασσα στίχων όπου μπλέκονται και συμπλέκονται ο Καύκασος με τον Άι-Γιάννη, τοξότες της Σκυθίας με εικόνες της Παναγίας, οι Ακρίτες με τους Αργοναύτες, χτίζοντας έτσι έναν α-χρονικό, σουρεαλιστικό και άκρως προσωπικό ευξείνιο και παρευξείνιο, συνειδητό και υποσυνείδητο, κόσμο. Σε κάποιους στίχους ο Σ. σπάζει τις λέξεις στα συστατικά τους (ήθρα - ου θανάσιμη τσουλήθρα, ε - ρε - όα σ’ όλα υπερέχω, Ου -ντι - α συντρίμμια το σαντούρι,Α - ρι - ό χρυσόμαλλο κριάρι κοκ.) σα να ψάχνει να βρει μέσα τους την εύγευστη ψίχα τους ή σα να θέλει να αποδείξει τη βεβαιότητα του ρεφρέν του: Δεν έχω ήχο, δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό. Κι όταν πια καταλάβει ότι δεν μπορεί να μιλήσει για όλα αυτά με τα δικά του όπλα στρέφεται μετά από ένα ακόμα ηλεκτρικό τζαμάρισμα σε μια πιο σίγουρη πηγή: στο δημοτικό τραγούδι, ένα είδος ταλαιπωρημένο από τη χρήση που του επιφυλάσσει την εποχή εκείνη η χούντα, αλλά αμόλυντο το ίδιο. Ο Σ. χρησιμοποιεί ένα από τα "χιτ" της θρακιώτικης παράδοσης, τα Λιανοχουρταρούδια, από τα οποία κρατάει τη μελωδία που τη ντύνει με στίχους που υμνούν “τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα” και την παράδοση που, ακριβώς σαν τη γεύση που έχει κανείς στο στόμα του μετά από ένα μεγάλο μεθύσι, λειώνει σαν μεγάλο πτώμα μέσα στο δικό μου στόμα. Για τα υπόλοιπα με καλύπτουν όσα
γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου...
Και στις φλέβες μου βαθιά μαύρη θάλασσα σαν αίμα λέει λόγια πικραμένα...
5. Η Θανάσιμη Μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη (Δέκα Χρόνια Κομμάτια - 1975): Ο χειμώνας του 1995-96 με βρίσκει πρωτοετή φοιτητή της Φιλολογίας στα Γιάννενα και οι συχνές νυχτερινές περιπλανήσεις μας συχνά-πυκνά κατέληγαν στο dada, ένα μικρό και γεμάτο καπνό μπαράκι όπου έπαιζε μουσική ένα μικρό φοιτητικό σχήμα, ο Γιάννης και ο Πάνος. Εκεί ένα βράδυ του Νοέμβρη πρωτοάκουσα τη Θανάσιμη Μοναξιά και τρελάθηκα. Μια κιθάρα ντύνει με κάτι περίεργα ακκόρντα και ένα ιδιότυπο παίξιμο σκόρπιους στίχους του Θεσσαλονικιού ποιητή
Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου μπλέκοντάς τους με στίχους του Σ. σ' ένα "μοντάζ στίχων",
όπως έχει πει ο ίδιος ο ποιητής. Το αποτέλεσμα είναι μαγικό και το τραγούδι σε ταξιδεύει με δυνατές εικόνες και φράσεις που γαντζώνονται στα χείλη για μέρες... Το τραγούδι κλείνει με ένα γλυκόπικρο τετράστιχο που σε αποτελειώνει:
Αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά,/δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις/αλλά εσύ που μ' αγαπούσες μια φορά/όπως πριν έτσι και τώρα θα με νιώσεις...
6. Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο (Ρεζέρβα - 1978): Για το τραγούδι αυτό έχω γράψει ήδη πολλά στη σελίδα του musicheaven.gr όπου παρεπέμπει το παρακάτω link. Εδώ θα προσθέσω μόνο ότι η φράση
κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ' την τρέλα, όχι για να σωθεί,/αλλά για να την σώσει με έχει βοηθήσει να σταθώ στα πόδια κάποιες στιγμές που ένιωσα να κινδυνεύει σοβαρά η ψυχική μου ισορροπία...
7. Μυστικό Τοπίο (Τραπεζάκια Έξω - 1983): Πρόσφατα απαντώντας στην πρόσκληση του
Πάνου να γράψω για πέντε τραγούδια που σημάδεψαν τη ζωή μου
έγραψα τι σημαίνει για μένα αυτό το τραγούδι...
Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο/ της μοναξιάς σου όταν κλαις και χτυπάς τον τοίχο... 8. Καλοκαίρι (Το Κούρεμα -1989): Δεν είχα ιδέα για το σοκ και το μούδιασμα που είχε προκαλέσει στο κοινό η κυκλοφορία αυτού του δίσκου όταν, μαθητής στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου και στις πρώτες του Λυκείου, είχα αρχίσει να ψάχνομαι μουσικά ακούγοντας πολύ ραδιόφωνο και ψάχνοντας εκπομπές που συνδύαζαν το καλό τραγούδι (ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο λαϊκό, τραγουδοποιούς, ροκ) με σχόλια και πληροφορίες του ραδιοφωνικού παραγωγού για το κάθε τραγούδι. Μια από αυτές τις εκπομπές ήταν και η εκπομπή του Γιώργου Μητράκη στο κρατικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης -τα απογευματομεσήμερα των καθημερινών, αν θυμάμαι καλά. Το Καλοκαίρι το άκουσα εκεί πρώτη φορά με τον Μητράκη να λέει πριν το παίξει ότι, παρά την κριτική που έχει ασκηθεί στο Κούρεμα, υπάρχει στο δίσκο αυτό ένα τραγούδι αληθινό ποίημα, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Νομίζω ότι είχε απόλυτο δίκιο: η μουσική του νωχελική, καλοκαιρινή και ταξιδιάρικη σε βάζει αμέσως στο κλίμα (ή μάλλον στην εποχή), ενώ οι ευρηματικότατοι στίχοι του, γεμάτοι εικόνες γνώριμες και νοσταλγικές, αποτελούν κατ' εμέ την καλύτερη περιγραφή των καλοκαιριών της δεκαετίας του '80 -έτσι όπως τα θυμάμαι κι εγώ που ήμουν τότε πιτσιρικάς...
Καλοκαίρι/με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι/καλοκαίρι/ καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει/στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι...
9. Ο Μικρός Μονομάχος (Μη Πετάξεις Τίποτα - 1994): Πενήντα χρονών πια ο Σ. αφουγκράζεται την περίεργη ηλικία των δεκαπεντάχρονων της εποχής του, και σε αυτό το τραγούδι, που υιοθετεί εν πολλοίς όχι μόνο τη γλώσσα της ηλικίας αυτής αλλά και μια από τις μουσικές της επιλογές, τη ραπ, μιλά για όλα. Για τους εφήβους που νιώθουν πνιγμένοι σε έναν κόσμο στον οποίο δεν ταιριάζουν με τίποτα (ή πολύ μικροί ή πολύ μεγάλοι για όλα), για μια Ελλάδα του φαίνεσθαι και της ευκολίας (δεκατρία χρόνια μετά, πόσα από αυτά έχουν αλλάξει άραγε;), για το παρελθόν που κουβαλάμε όλοι μέσα μας, και φυσικά για τον δικό του δεκαπεντάχρονο που κρύβει ακόμα μέσα του...
Δεκαπέντε χρονών τι είναι αυτό το κενό που μου κρύβετε;
10. Μια Φορά σ' Αυτή τη Ζήση (Το Ξενοδοχείο - 1997): Στο Μια Φορά σ' Αυτή τη Ζήση ο Σ. παίρνει το
Once in a Lifetime των Talking Heads και πετυχαίνει κάτι που δείχνει πόσο ευφυής -αν μη τι άλλο- δημιουργός είναι: οι στίχοι δεν αποτελούν ακριβώς μετάφραση των αρχικών στίχων, αλλά είναι οπωσδήποτε "μετάφραση" του αρχικού τραγουδιού (π.χ. Και ξαφνικά ξυπνάς - κι ανάβει ο καραγκιόζ- μπερντές!) Η χρησιμοποίηση μάλιστα εκκλησιαστικών ή αρχαϊζουσών λέξεων και φράσεων, που θα μπορούσε να ξενίσει, είναι απόλυτα επιτυχημένη, όσο για την ενορχήστρωση, στα δικά μου τα αυτιά είναι καλύτερη και από το πρωτότυπο. Η φωνή του Αλκίνοου, που συνοδεύει έναν από τους πιο αγαπημένους του δημιουργούς, βοηθά πολύ στο δέσιμο στίχων, μουσικής και ερμηνείας. Μπορεί κάποιοι να είπαν ότι δε χρειαζόταν ο Σ. αυτόν τον δίσκο, αλλά τραγούδια σαν κι αυτό συνηγορούν στο αντίθετο...
Και εξίστασαι, ειπείν σεαυτόν: - Μα πως βρέθηκα εδώ;
11. Αηδόνι στην κερασιά (Ο Χρονοποιός - 1999): Η αγαπημένη κοιμάται και εκείνος μιλά με ένα αηδόνι. Η μουσική ακολουθεί κι αυτή νωχελικά τη μυστική συνομιλία, μέχρι που, μέσα από μια σειρά συνειρμούς, απογειώνεται μαζί με τους στίχους σε ένα ερωτικό-αισθησιακό ξέσπασμα μιας νύχτας μαγικής. "Οργασμικό" διάβασα να περιγράφεται κάπου το τραγούδι αυτό και πράγματι έτσι είναι. Ο Σ. μας δίνει άλλο ένα αριστούργημα που ξαφνιάζει τόσο με τη φρεσκάδα των στίχων του όσο και με το σμίξιμο τους με τη μουσική που τους ντύνει. Ίσως η ωραιότερη περιγραφή της ερωτικής πράξης στο ελληνικό τραγούδι...
Αηδόνι πες μου απ’ του δικού σου μπλουζ τα ύψη/πριν διαλυθείς εκεί στον φθόγγο τον οξύ/ ποιες κερασιές του ουρανού/των δυο χειλιών της η πορφύρα/μου ‘χει κρύψει;[*http://gazakas.wordpress.com]