Saturday, December 18, 2010

Τα Χριστούγεννα στης Γιαγιάς Έλλης

.
.
(Παινεύοντας το σπίτι μας για να μη μας πλακώσει)




Χριστούγεννα στης Γιαγιάς Έλλης


Εκεί πηγαίναμε στα ‘80ς για μεσημεριανό φαγητό κάθε Χριστούγεννα.

Καθώς ετοιμαζόταν το φαγητό και οι μεγάλοι κάπνιζαν κι έπιναν, η αδερφή μου κι εγώ ψάχναμε τα βιβλία του σπιτιού και ξεκοκαλίζαμε τις εφημερίδες – θυμάμαι το Ποντίκι, την Πρώτη και την Ελευθεροτυπία. Στην λευκή κουζίνα που θύμιζε λίγο κλινική μύριζε ούζο και μεζεδάκια. Οι μικροί συζητούσαμε για το πόσα βγάλαμε απ’ τα κάλαντα και σε κάποια στιγμή υποχρεωτικά κατεβαίναμε με τις ξαδέλφες μου στη Δημητρίου Γούναρη και χτυπούσαμε τα κουδούνια πιστεύοντας πως κάναμε κάτι συναρπαστικά ρηξικέλευθο.

Μετά ανεβαίναμε πάλι με το ασανσέρ (ζήλευα πολύ τις πολυκατοικίες που είχαν ασανσέρ) και θα αλωνίζαμε στο σπίτι που μας φαινόταν τεράστιο. Στεκόμασταν μπροστά απ’ τα καταπληκτικά στη λεπτομέρειά τους εργόχειρα της γιαγιάς Έλλης που τα είχαν βάλει σε τεράστιες κορνίζες και κάναμε ότι γυρίζαμε ταινίες. Βλέπαμε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση ένα απ’ τα δύο κανάλια που πιάναμε τότε, αν ήμασταν τυχεροί θα έπαιζε κάποιο εορταστικό επεισόδιο της Χιλιοποδαρούσας.

Όταν μας φώναζαν ξανά και ξανά πηγαίναμε στο τραπέζι και τρώγαμε ό,τι είχε φτιάξει η γιαγιά και ακούγαμε τους μεγάλους να λένε πράγματα ακαταλαβίστικα για τον Τρίτση και τον Σαρτζετάκη και την Μιμή. Μετά -πού τη βρίσκαμε την ενέργεια και την απροσποίητη χαρά;- κρυβόμασταν και περιμέναμε να εμφανιστεί ο παππούς στο σαλόνι για να τον τρομάξουμε, παίζαμε τόμπολα, βγαίναμε στο μπαλκόνι και κοιτούσαμε τη θάλασσα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Και μετά, το θυμάμαι καθαρά γιατί γινόταν σχεδόν κάθε Χριστούγεννα, αφού τρώγαμε και το γλυκό και μας έπιανε μια γλυκιά νύστα, κάποιος μεγάλος ήθελε δεν ήθελε μας πήγαινε σινεμά, σε κάποια ταινία κινουμένων σχεδίων. Πηγαίναμε στα Ηλύσια που ήταν δίπλα στο σπίτι, ή στον Έσπερο, ή στο Ναυαρίνον ή στο Παλλάς, όλα τους εκεί γύρω. Και βλέπαμε ταινίες της Ντίσνεϊ – κάποιες είχαν μόλις κυκλοφορήσει, άλλες ήταν κλασικές και τα σινεμά τις ξαναέβαζαν για τις γιορτές.

Η καλύτερη ταινία που είδαμε ένα τέτοιο απόγευμα, νομίζω την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989, ήταν το Μπερνάρ και Μπιάνκα (The Rescuers μαθαίνω σήμερα ότι λεγόταν στην πραγματικότητα), με τα δύο ποντίκια που ταξιδεύουν στην πλάτη ενός πουλιού για να σώσουν ένα κοριτσάκι που το κρατάει φυλακισμένο η κακιά της υπόθεσης Μαντάμ Μέδουσα - φυλακισμένο σ’ ένα πηγάδι να ψάχνει για το μεγάλο διαμάντι πριν έρθει η παλίρροια, πριν το κατασπαράξει ο κροκόδειλος.

Χρόνια πριν είχαμε αγοράσει την κασέτα της ταινίας, έτσι την είχα ακούσει εκατό φορές πριν καν δω την ταινία και ταιριάξω τελικά τους ήχους, τις μουσικές και τους διαλόγους που ήδη ήξερα με τις εικόνες που έβλεπα τελικά τότε...


...


Δεν μπορώ να σκεφτώ τα Χριστουγεννα στης Γιαγιάς Έλλης χωρίς να δω το πρόσωπό της (έχει πεθάνει εδώ και 15 χρόνια, τουλάχιστον) ή χωρίς να μυρίσω το κοτόπουλο και τις πατάτες φούρνου της. Δεν μπορώ να σκεφτώ τα Χριστούγεννα των ‘80ς μου χωρίς τα γέλια των συγγενών και τις περιπέτειες σε μια κουταλιά νερό, στο σπίτι εκείνο στη Δημητρίου Γούναρη.

Κυρίως όμως δεν μπορώ να τα σκεφτώ χωρίς να νιώσω μια ανατριχιαστική προσμονή για μια σκοτεινή αίθουσα. Όταν όλοι οι οικογενειακοί εορτασμοί έχουν τελειώσει εκεί θέλω πάντα να επιστρέφω, στο σκοτάδι, στις κινούμενες εικόνες, στα αχνά χρώματα, στη γλυκιά νύστα πάνω σε εορταστικές, απαλές πολυθρόνες κινηματογράφου.

Εκεί θα επιστρέψω και φέτος: στο σκοτάδι - και στην ασφάλεια αυτού που τώρα αποκαλώ γλυκόπικρη παιδική ηλικία, αλλά τότε αποκαλούσα απλώς Σήμερα.

 

Καλές γιορτές
 
------------------------
 
*bits and pieces
 
 


Wednesday, December 01, 2010

Έντεκα λεπτομέρειες του Κήπου των Επίγειων Απολαύσεων - και μια αγχωμένη εικαστική επίσκεψη.

.
.
*** Παρένθεση: εδώ και καιρό, όπως είχα ανακοινώσει απ' τον Μάιο, το enteka φιλοξενεί μόνο περιστασιακά αυτοβιογραφικά μίνι-διηγήματα. Κάτι που γίνεται αρκετά σπάνια - και έτσι θα συνεχίσει. Η υπόλοιπη (καθημερινή μάλιστα) ιντερνετική μου παρουσία είναι πια στο twitter και στο bits and pieces. Όπως είναι προφανές όμως, αντί να κλείσω το enteka θέλω να υπάρχει κι ας βρίσκω έμπνευση μόνο λίγες φορές το χρόνο: ο βασικός λόγος είναι πως έχει τεράστιο αρχείο θεμάτων (το ημερολόγιο του δεύτερου μισού της δεκαετίας μου των '00ς), έχει πλάκα - και είναι φτιαγμένο με αγάπη. ;)

---




Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων 


Το τελευταίο πρωί στη Μαδρίτη ξυπνήσαμε νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε και, κάνοντας αγώνα δρόμου, τρέξαμε στο Πράντο.

Οκτώ μέρες είχαμε μείνει στη Μαδρίτη και κάθε μέρα λέγαμε πως θα πηγαίναμε στο Πράντο, τη μία όμως είχε πολύ ήλιο και γιατί να κλειστούμε σ’ ένα μουσείο, την άλλη έβρεχε πολύ και πώς να πηγαίνουμε τώρα, την τρίτη χάσαμε το δωρεάν ωράριο, τη μέρα πριν να φύγουμε ήταν κλειστό.

Έτσι ο κλήρος έπεσε στο τελευταίο πρωί. Αν θέλαμε να πάμε, έπρεπε να ξυπνήσουμε απ’ τα άγρια χαράματα και, κουβαλώντας την πραμάτεια μας, να ζήσουμε μια στενά χρονομετρημένη περιπέτεια.

Ξέραμε πως το Πράντο ήταν γεμάτο με καλή τέχνη, πίνακες των σπουδαίων δασκάλων (πράγματα που θεωρώ κάπως βαρετά). Όμως ο λόγος της αγχωτικής επίσκεψής μας ήταν ένας και μοναδικός: να βρούμε την αίθουσα 56:Α, να πάμε δηλαδή εκεί που βρίσκεται το τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος “The Garden of Earthly Delights”.

Όταν βιάζεσαι και φοβάσαι ότι θα χάσεις το αεροπλάνο, και τα φυλλάδια με οδηγίες στα αγγλικά έχουν εξαντληθεί (αν υπήρξαν ποτέ!), και οι φύλακες δεν βοηθούν καθόλου, και το 56 το βρίσκεις, το 56:Β το βρίσκεις άλλα το 56:Α που ψάχνεις είναι αναγκαστικά χωμένο κάπου και δε συνορεύει ούτε με το 55 ούτε με το 57, τότε λοιπόν το μόνο που σε νοιάζει είναι να τρέξεις και να σπρώξεις αγουροξυπνημένους επισκέπτες που άγνωστο γιατί ήθελαν να πάνε στο Πράντο στις 9 το πρωί.

Έτσι όπως τα είχαμε χρονομετρήσει, μπορούσαμε να διαθέσουμε πέντε περίπου λεπτά στο μουσείο, πριν φύγουμε τρέχοντας για να πάρουμε το μετρό για αεροδρόμιο. Και τα τέσσερα απ’ τα πέντε λεπτά είχαν περάσει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους και στα δωμάτια με την εκνευριστικά μπερδεμένη αρίθμηση.

Οι θυσίες που είχαμε κάνει (κυρίως το πρωινό ξύπνημα, που όπως δήλωσε κάποιος πρόσφατα είναι η μάστιγα του αιώνα) μας έκαναν να επιμείνουμε και να δικαιωθούμε.

Ο Κήπος του Μπος είναι ένας πίνακας τόσο πυκνός που κοντεύει να σε τρελάνει. Παντού γίνεται κάτι και πόσο φαίνεται αυτό όταν τον κοιτάς μεγάλο και επιβλητιικό – κρεμασμένο σ’ έναν ολόκληρο τοίχο!

Όσες φορές κι αν είχα δει αυτό το αριστούργημα σε αντίγραφα, όσο κι αν είχα προσπαθήσει να εντοπίσω και να μελετήσω τις λεπτομέρειές του, τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό.

Τα μάτια μου έκαναν βιαστικά ζιγκ ζαγκ στον τεράστιο πίνακα, προσπάθησα να ρουφήξω όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσα, προσπάθησα να βιώσω την αφήγηση από αριστερά προς τα δεξιά, απόρρησα άλλη μια φορά με την εξωπραγματική φαντασία ενός ζωγράφου που είχε γεννηθεί το 1450 (και που ακόμα και σήμερα δεν ξέρουμε αν έπαιρνε ναρκωτικά και τι, αν ήταν παρανοϊκός, ή στην τελική πώς εμφανίστηκαν αυτές οι εικόνες στο μυαλό του).  

Μέχρι να τελειώσει το ένα λεπτό που μπορούσαμε να διαθέσουμε, κι ενώ οι λέξεις 'μαγικά μανιτάρια' κουδούνιζαν στο μυαλό μου, χάθηκα για λίγο στις αλλόκοτες εικόνες...

Και μετά, το λεπτό τελείωσε (περιέργως μου φάνηκε πως κράτησε πολύ περισσότερο), τρέξαμε αριστερά-δεξιά ψάχνοντας την έξοδο, πέσαμε πάνω στο μαγαζάκι και αρπάξαμε ότι σχετικό βρήκαμε πρόχειρο -μεγεθυντικούς φακούς, σελιδοδείκτες, μαγνητάκια ψυγείου, καρτ ποστάλ με λεπτομέρειες του Κήπου- και πληρώσαμε κοιτώντας το ρολόι.   

Και κρατώντας στα χέρια τα αναμνηστικά (και στα μάτια το μετείκασμα) ακολουθήσαμε τρέχοντας τα βέλη εξόδου, μπλεχτήκαμε στην πόρτα, ζητήσαμε συγνώμη από μια κυρία που ρίξαμε στο πάτωμα και ορμήξαμε έξω, στο πρωινό φως, ξανά, μαζί, χορτάτοι...


--


Έντεκα απ' τις χιλιάδες λεπτομέρεις






















----------------------------

*Περισσότερα για το τρίπτυχο

**Κάθε μέρα Bits and Pieces, εδώ.





Wednesday, October 27, 2010

Έντεκα βιβλία αφημένα σε ξενοδοχεία - και αυτό που προσπάθησα, μάταια, να ξεφορτωθώ εγώ.

.
.
Μια νέα έρευνα στη Βρετανία προσπάθησε να απαντήσει στην ερώτηση: Ποια βιβλία προσπαθεί ο κόσμος να ξεφορτωθεί στα ξενοδοχεία;
 
Να το Τοπ-10:




Και τώρα, αν έχετε λίγη ώρα, θα πω μια αληθινή ιστορία για να γίνουν τα βιβλία έντεκα…








Μονάχα ένα βιβλίο προσπάθησα να ξεφορτωθώ κάποτε σε ξενοδοχείο. Πριν από τρία χρόνια, είχα πάει ως συγγραφέας παιδικών βιβλίων να μιλήσω σ’ ένα δημοτικό σχολείο ενός μακρινού ελληνικού χωριού. Στο τέλος, η διευθύντρια του σχολείου, αφού με κέρασε άφθονες - κάπως αμφιλεγόμενες- τοπικές λιχουδιές, μου χάρισε όλο καμάρι τρεις ογκωδέστατους τόμους μιας λαογραφικής μελέτης για τον τόπο τους.

Χαίρομαι τρομερά όταν μου χαρίζουν βιβλία -ακόμα και για τους τόπους τους- όμως κάτι πήγαινε τώρα στραβά. Πρώτον: ήταν τα πρακτικά ενός περίεργου συνεδρίου, χιλιάδες σελίδες, χωρίς ούτε μία εικόνα, κακοτυπωμένες και εκ πρώτης όψεως πολύ βαρετές. Δεύτερον: Τα "βιβλία" είχαν ημερομηνία 1983, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. (Ενώ το ύφος των δασκάλων έλεγε πως κανονικά τα είχαν για πολτοποίηση.) Τρίτον: Ήταν ΠΑΡΑ πολύ βαριά. Πάρα πολύ. 

Σακούλα για να τα κουβαλήσω δεν βρέθηκε πρόχειρη και αφού ευχαρίστησα πήρα τα βιβλία στο χέρι με σκοπό να τα ξεφορτωθώ το συντομότερο στο χωριό που ήμουν, πριν επιστρέψω στο ξενοδοχείο της κοντινής πόλης.

Είχα μισή ώρα μέχρι να περάσει το ΚΤΕΛ κι έκανα μια σύντομη βόλτα χαρτογραφώντας τους κάδους ανακύκλωσης και ψάχνοντας για τον πιο βολικό - κάποιον που αν τα έριχνα δεν θα με έβλεπε κανείς. Όλοι όμως ήταν σε δημόσια θέα και, παρ’ όλο που οι δρόμοι ήταν άδειοι η παράνοια άρχισε να μου τριβελίζει το μυαλό.

Κι αν με παρατηρούσαν χωριανοί μέσα απ’ τα σπίτια και τις πίσω απ' τις κουρτίνες τους; Κι αν με έβλεπαν να πετάω τρία τεράστια βιβλία και τα αναγνώριζαν; Κι αν κάποιος ήταν ο σύζυγος της διευθύντριας και της το έλεγε; Ή κι αν η ίδια η διευθύντρια πήγαινε αργότερα να πετάξει κάτι και τα έβλεπε στον κάδο, πεταμένα – και τελείως απαξιωμένα; Η ιστορία του τόπου της, για τον οποίο πολέμησαν οι πρόγονοί της, πεταμένη στα σκουπίδια από έναν φαινομενικά ευγενικό αλλά στην πραγματικότητα διπρόσωπο και σατανικό, νεαρό συγγραφέα!

Η ατμόσφαιρα του μικρού, ήσυχου χωριού με είχε συντρίψει. Ήθελα να κάνω βόλτα αλλά τα χέρια μου πονούσαν απ’ το κουβάλημα. Έκοψα στα μουλωχτά τις πρώτες σελίδες των τριών τόμων (και στους τρεις υπήρχε συγκινητική, ίσως και υπερβολικά οικεία, αφιέρωση στο πρόσωπό μου.) Δεν υπήρχε άλλη λύση: έπρεπε οπωσδήποτε να πετάξω έστω και έναν τόμο, εδώ και τώρα!


Πλησίασα έναν κάδο, κοίταξα αριστερά και δεξιά και καθώς ετοιμαζόμουν να κάνω τη δουλειά μου άκουσα μια φωνή.

«Κύριε Δημοκίδη;» Γύρισα τρομαγμένος και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον σχολικό σύμβουλο, που ήταν παρών νωρίτερα στις παρουσιάσεις στο σχολείο. Μιας και δεν με είχε πιάσει στην πράξη και δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα δεν θορυβήθηκα και τον ρώτησα για τυχόν αξιοθέατα του χωριού που θα μπορούσα να επισκεφτώ. Αξιοθέατα του χωριού; Γέλασε. Γέλασε πολύ. Όχι, κανένα αξιοθέατο.

Καθώς αποχωριζόμασταν νομίζω ότι κοίταξε τα βιβλία που κρατούσα. Ίσως να με καταλάβαινε, ίσως να του είχαν δώσει κι αυτού την βαριά αυτή τριπλέτα πρακτικών τοπικού συνεδρίου του 1983 όταν τον πρωτογνώρισαν. Ίσως να τα είχε κι αυτός πετάξει στον ίδιο, αυτό, κάδο ανακύκλωσης. Ίσως.

Κάποτε, σ έναν παράδρομο της ανατριχιαστικά άδειας πλατείας, βρήκα έναν κάδο, αφανή και πέταξα ταραγμένος έναν απ’ τους τρεις τόμους. Χώθηκα σχεδόν μέσα και αρπάζοντας χάρτινη σαβούρα απ’ τον πάτο σκέπασα το εν λόγω βιβλίο που τόσο γλαφυρά, χωρίς αμφιβολία, θα εξιστορούσε τις περήφανες περιπέτειες και το μεγαλείο αυτού του κομματιού γης.

Προς το τέρμα του χωριού βρήκα κι άλλο κάδο και επανέλαβα τη διαδικασία. Πάει κι ο δεύτερος, σκέφτηκα χαρούμενος. Μια μονομανία (ελλείψει κάποιου διασκεδαστικότερου πράγματος εκεί πέρα) με κυρίευσε. Άφησα ηδονικά, σχεδόν μαζοχιστικά, τον εαυτό μου να πάρει την γελοία αυτή ιστορία στα σοβαρά.

Θα πετούσα και τον τρίτο αν δεν άκουγα έναν ήχο, δε θυμάμαι τι ακριβώς ήταν. Στα ΚΤΕΛ συνάντησα και πάλι τον σύμβουλο. Έκρυψα το βιβλίο πίσω απ’ την πλάτη μου, ελπίζοντας να μην προσέξει ότι ο χάρτινος όγκος που κουβαλούσα είχε μειωθεί δραματικά.

Κάποτε έφτασα στην πόλη, όμως η παράνοια δεν με εγκατέλειψε, κυρίως επειδή ο σύμβουλος μου είχε πει πως η διευθύντρια έμενε στην πόλη – κοντά στο ξενοδοχείο που έμενα κι εγώ. Απαντώντας σε σχετική (δήθεν αθώα) ερώτησή μου ο άντρας με πληροφόρησε ότι η διευθύντρια θα έφτανε στην πόλη περίπου την ίδια ώρα με μας, με τ' αμάξι της...


Από κάποιo λανθασμένo εργονομικό υπολογισμό είχα πετάξει τους δύο ελαφρύτερους τόμους. Αυτός που είχα κρατήσει (1500 χοντρές σελίδες Α4) με βάραινε σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο. Και παρ’ ό,τι οι κάδοι ανακύκλωσης με προκαλούσαν, η παράνοιά μου μου έλεγε πως δεν ήμουν ασφαλής, ενώ ταυτόχρονα άρχισα να σκέφτομαι μήπως ο σκουπιδιάρης του χωριού που θα άδειαζε τους κάδους με τους δύο ελαφρύτερους τόμους είχε τυχόν συγγενική σχέση με τη διευθύντρια ή, ακόμα χειρότερα, με τους συγγραφείς του ημι-ακαδημαϊκού πονήματος.

Έφτασα στο ξενοδοχείο, είδα τοπική τηλεόραση, μίλησα στο τηλέφωνο, μπήκα στο ίντερνετ, είδα κι άλλη τοπική τηλεόραση – και κάποτε ήρθε η ώρα να φύγω. Αποφάσισα να μην κουβαλήσω το ογκωδέστατο τέρας ως τη Θεσσαλονίκη και, θέλοντας επιτέλους να απαλλαγώ απ’ αυτό, σκέφτηκα να το αφήσω στο ξενοδοχείο.

Έπρεπε να το κρύψω κάπου που δεν θα το έβρισκαν εύκολα. Κάπου που ακόμα κι αν το έβρισκαν κάποτε δεν θα καταλάβαιναν ποιος το είχε αφήσει. Αλλά και που ακόμα και να το καταλάβαιναν, θα το καταλάβαιναν όταν εγώ θα ήμουν πολύ πολύ μακριά...

Δεν επέλεξα το κομοδίνο – πολύ εύκολο. Ούτε την ντουλάπα. Πέταξα το βιβλίο κάτω απ’ το διπλό κρεβάτι και έκανα δοκιμαστικές επιθεωρήσεις απ’ όλες τις πλευρές για να βεβαιωθώ πως δε φαινόταν από πουθενά και με τίποτα. Όντως ήταν σχεδόν αόρατο.

Χαιρέτισα τη ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου και ξεχύθηκα ελαφρύς σαν πούπουλο προς το ΚΤΕΛ. Είχα πια ξεχάσει την ιστορία και σκεφτόμουν αν προλάβαινα να πάω στο κλειστό παγοδρόμιο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο με απόκρυψη. Το σήκωσα με βαριά καρδιά.

«Ο κύριος Δημοκίδης; Σας τηλεφωνώ απ’ το ξενοδοχείο.» Κατάλαβα πως την είχα πατήσει. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. «Μ’ ακούτε; Ξεχάσατε ένα βιβλίο στο δωμάτιό σας. Δεν είχα το τηλέφωνό σας και έψαξα την κυρία που πλήρωσε για το δωμάτιό σας, την κυρία διευθύντρια.»


Διάφορες σκέψεις πέρασαν αστραπιαία απ’ το μυαλό μου. Λάιτ οργή: ήμουν σαν το κινούμενο σχέδιο που είχε δεμένη μια βόμβα πάνω του και όλο προσπαθούσε να την διώξει κι όλο αυτή επέστρεφε δριμύτερη. Επίσης: το σχολείο πλήρωνε λοιπόν για το δωμάτιο κι όχι ο εκδοτικός οίκος! Ακόμα περισσότερη ντροπή. Και τρίτον: πως στο διάολο βρήκε η καθαρίστρια μέσα σε δευτερόλεπτα το βιβλίο; Και γιατί, τέτοιο κελεπούρι, δεν το κράτησε για τον εαυτό της;

«Ααα...» μουρμούρισα, «τι καλά που το βρήκατε. Ευτυχώς! Έρχομαι να το πάρω». Γύρισα πίσω με κομμένα τα φτερά. Είχα επινοήσει ένα ψυχαναγκαστικό παιχνίδι στο οποίο ήμουν ο ήρωας και τα βιβλία ήταν ο Κακός - αλλά είχα μόλις χάσει.

Η ρεσεψιονίστ είχε το ύφος σωτήρα, μου χαμογέλασε πλατιά, ικανοποιημένη που είχε κάνει σωστά τη δουλειά της, που με είχε ξαναενώσει με το χαμένο μου αντικείμενο...


Δεν το πέταξα ποτέ. Δεν ήταν γραφτό να το αποχωριστώ – το κατανοώ. Βλέπω τώρα το χοντρό βιβλίο στο σαλόνι μου: προσπάθησα να το ξεφορτωθώ και στο χωριό και στο ξενοδοχείο, το κουβάλησα ως καλτ ενθύμιο 700 χιλιόμετρα, απέμεινε σκονισμένο και ταλαιπωρημένο σ'ένα ράφι εδώ και τρία χρόνια.

Παρέμεινε αδιάβαστο. Και αδιάβαστο θα παραμείνει. Κι όμως, παρά την εκούσια εκνευριστική του συμπεριφορά απέναντί μου, είναι, τελικά, ένα βιβλίο (και για λίγα μπορώ να το πω αυτό) που τη θέση του στη βιβλιοθήκη μου την κέρδισε με το σπαθί του.



* και κάθε μέρα ποστ στο Bits and Pieces.
.
.
.
.

Thursday, September 16, 2010

Έντεκα (για τους New York Times και το πώς τους έκανα να αξίζουν τα λεφτά τους)

.
.
dfdgf
[Το πρώτο φύλλο των Times, το 1851. Χαρά στο κουράγιο των αναγνωστών του.]


Μία φορά στη ζωή μου έχω αγοράσει τους κυριακάτικους New York Times. Ήταν πριν από πέντε χρόνια, τον Αύγουστο του 2005 λίγο πριν πάω διακοπές – ήθελα να έχω μαζί μου ένα ανάγνωσμα διαφορετικό και να ζήσω μια καινούρια εμπειρία.

Ήξερα ότι οι κυριακάτικοι New York Times θα μου κόστιζαν λίγο ακριβά (19 ευρώ?!), αλλά ήμουν σίγουρος πως θα άξιζαν τα λεφτά τους.

Η πωλήτρια του καταστήματος με τον ξένο τύπο δεν πίστευε στα μάτια της όταν πήγε να μου χτυπήσει την εφημερίδα. «Δεκαεννέα ευρώ; Αν είναι δυνατόν!». Χαμογέλασα ευγενικά. (Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα καταστηματάρχη να καταφέρεται εναντίον των δικών του τιμών.)

«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να την πάρεις;» ρώτησε, «θέλω να πω, είναι πανάκριβη!». Έμοιαζε να μην έχει ξαναπουλήσει ποτέ κυριακάτικους New York Times σ’ όλα τα χρόνια που είχε το κατάστημα ξένου τύπου, παρ’ όλο που είχε την εφημερίδα κάθε εβδομάδα στα ράφια.

Πήρα λοιπόν τους New York Times (γιατί πιστεύω ότι όσο κι αν τους διάβαζα online η χειροπιαστή, έντυπη εμπειρία -που σιγά σιγά γίνεται πολυτέλεια- είναι διαφορετική) και πήγαμε δακοπές. Είναι μεγάλη η ιστορία και δε θα την πω με λεπτομέριες αλλά μια μέρα τους ξέχασα στην παραλία κι όταν γύρισα τους είχε βρει κάποιος και υποστήριζε ότι ήταν δικοί του και για να τον τεστάρω τον ρώτησα πόσο τους αγόρασε. («Έξι ευρώ…;» μάντεψε, αλλά ήταν ήδη προφανές ότι είχε αναγνωρίσει την ήττα του, ποτέ δε θα έβρισκε τη σωστή απάντηση.)

Δεν χρειάστηκε να διαβάσω τίποτα άλλο εκεί. Ήταν μια εφημερίδα τεράστια, με μικροσκοπικά γραμματάκια και πολλά ένθετα: μου έφαγε σχεδόν δυο βδομάδες.

Πέντε χρόνια μετά, λίγο πριν τις φετινές διακοπές, ανακάλυψα το ένθετο για τις τέχνες, ανάμεσα σε σαβούρα του παρελθόντος - είχα ξεχάσει να το διαβάσω τότε!

Κι έτσι, για να βγάλει ακόμα περισσότερο η εφημερίδα τα λεφτά της αλλά και για να έχω κάτι επιπλέον για διάβασμα στις φετινές διακοπές, ξεκοκκάλισα τις τέχνες, μαθαίνοντας για πράγματα που υποτίθεται πως θα συνέβαιναν αλλά εγώ μόνο ξέρω, τώρα πια, πως δεν συνέβησαν τελικά.

Διάβασα για ανερχόμενους καλλιτέχνες που από τότε δεν ξανακούστηκαν, είδα φωτογραφίες αγαπημένων ζευγαριών που χρόνια μετά χώρισαν, γέλασα με προβλέψεις που διαψεύστηκαν και με κακά λόγια για άτομα που αργότερα μεγαλούργησαν.

Και απόλαυσα την αργή ανάγνωση. Με τη δύναμη του (εκ του ασφαλούς και εκ των υστέρων) παντογνώστη, με τις μαγικές ικανότητες διόρασης ενός μέλλοντος που έχει ήδη συμβεί - αλλά έχει παραμείνει παγωμένο και άγνωστο στους καλοκαιρινούς Times του ’05…


[Και τι δε θα δινα όμως για να είχα στα χέρια μου τους Times του 2015. Ή, ακόμα καλύτερα, ένα χαρτί με τις εξελίξεις που θα έχουν συμβεί στη ζωή μου τότε. Αυτή ναι, θα ήταν μια πραγματική μαγική δύναμη.]


-----------------------------------------------


+ Έντεκα πρωτοσέλιδα των New York Times


titanic-sinks-new-york-times-thumb
16/4/1912. Τιτανικός


gfhghfh
28/7/1914 Ξεκινά ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος – κι ας μην λεγόταν έτσι ακόμα.


F11513
30/10/1929 Το περίφημο κραχ του 1929. Οι New York Times ήταν απ’ τις λίγες εφημερίδες που το αντιμετώπισαν ψύχραιμα, χωρίς πολύ σαματά στην αρχή. Κάποιοι είπαν πως αυτό ήταν ένα δημοσιογραφικό σφάλμα.


1122_big
23/11/1963 Δολοφονία Κένεντι. Περιέργως καμία απ’ τις φωτογραφίες που έμειναν στην ιστορία (το ζεύγος στο ανοιχτό αυτοκίνητο, στο δρόμο κλπ).


311867-480-667
22/7/1969 Μεγάλες στιγμές – δημοσιογραφικά και όχι μόνο.


29 julyyy
29/7/1981 Ενώ ο Ρίγκαν έλυνε κι έδενε ο πλανήτης έκανε “awww” για έναν (στην πραγματικότητα πολύ αποτυχημένο) γάμο.


December 26, 1991
26/12/1991 Το (χριστουγεννιάτικο) επίσημο τέλος της Σοβιετικής Ένωσης.


cvbcvbc
12/9/2001


untitled
5/11/2008 Η νίκη του Ομπάμα. Ούτε δύο χρόνια δεν έχουν περάσει.


dvsdfs
26/6/2009 Εύστοχος πρωτοσέλιδος τίτλος για το θάνατο του Μ. Τζάκσον.


scan
15/9/2010 Το πιο πρόσφατο πρωτοσέλιδο όταν ανέβασα το ποστ. Η ακροδεξιά άλωσε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Και λίγη μόδα.

-------------------------------------------------------------



+ κάθε μέρα: BITS & PIECES
.
.
.

Monday, August 30, 2010

Έντεκα (πρωτοσέλιδα του 'Καρφιού' για το Μουσείο Παρανοϊκών Πρωτοσέλιδων)

,

51_ba
[η απαραίτητη αναδημοσίευση]

Όσο ζούσε ο Νίκος Κακαουνάκης η εβδομαδιαία εφημερίδα του ήταν γνωστή (εκτός των άλλων) για τα στερεοτυπικά, κάπως παιδιάστικα πρωτοσέλιδά της.

Έψαχνε και έβρισκε μία καθόλου κολακευτική φωτογραφία του Καραμανλή (είχε αναγάγει τον εντοπισμό φωτογραφιών με γκριμάτσες σε τέχνη!) και πρόσθετε ένα μονολεκτικό τίτλο όπως ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ - κι ήμασταν έτοιμοι. Ή εναλλακτικά έπαιρνε χάλια φωτογραφίες του Καραμανλή και με δημιουργική χαρτοκοπτική τις ταίριαζε με το εκάστοτε αντιδεξιό μήνυμά του, παρουσιάζοντάς τον άλλοτε σαν Ναζί στρατηγό, άλλοτε σαν Νονό της Μαφίας κι άλλοτε σαν κίτρινο κοτοπουλάκι. 

Τα πρωτοσέλιδα του Καρφιού, φτιαγμένα με φτηνά υλικά και την ορμή ενός πειραχτηριού που έχει ατελείωτη όρεξη για σαχλά εφηβικά λογοπαίγνια, θα πρέπει να μπουν στο Μουσείο Παρανοϊκών Πρωτοσέλιδων, όταν αυτό δημιουργηθεί.


Μέχρι τότε: έντεκα απ’ αυτά.


imagesCA33S5Z2


51_bCAHLYRV6


51_bCA4VI276


___3_~1


___2_~1


-_1_~1


Μερικές φορές κάποιο «σλόγκαν» (όπως το 'ούτε μιλάει ούτε λαλάει') το θεωρούσαν τόσο έξυπνο…

imagesCAHJY8LB


…που το ξαναέβαζαν σε επόμενο φύλλο

aa


Άλλες φορές κάποια (μη κολακευτική) φωτογραφία του Καραμανλή την θεωρούσαν τόσο πετυχημένη…


imagesa


…που τη χρησιμοποιούσαν σε πολλά πρωτοσέλιδα!


images


ΥΓ. Είναι πάντως καθησυχαστικό να ξέρουμε πως οι επίγονοι του Κακαουνάκη υπήρξαν καλοί μαθητές του στην επιλογή μη κολακευτικών (συχνά ξεκαρδιστικών) φωτογραφιών των δεξιών ηγετών και το ταίριασμά τους με καταστροφολογικούς γι’ αυτούς μονολεκτικούς, πρωτοσέλιδους τίτλους…


untitled
[Σάββατο 21 Αυγούστου 2010.]
.
.
.
+ καθημερινά bits&pieces - η νέα σεζόν.
.
.
.

Wednesday, August 18, 2010

Έντεκα (φωτογραφίες χρωμάτων και οι δικές μου, υποτιθέμενες, υπερφυσικές δυνάμεις)

.
skopelos_agios_ioannis


Ήμουν στη Σκόπελο διακοπές, μακριά απ’ το email και τα blogs, κοντά σε παραλίες κι αγαπημένους φίλους, περνώντας υπέροχα. Όλοι βαριόμαστε να διαβάζουμε το πώς πέρασαν οι άλλοι στις διακοπές τους (και κυρίως βαριόμαστε να δούμε τις 650 φωτογραφίες που έβγαλαν) οπότε ας πω απλώς ότι μια μέρα ανέβηκα στην κορυφή, στο εκκλησάκι που έδειχνε στο Mamma Mia – και μάλιστα χωρίς να λαχανιάσω ή να κουραστώ, ενώ μέχρι και πριν από 2 μήνες (που ακόμα κάπνιζα) γινόμουν ράκος και μόνο που ανέβαινα στο λεωφορείο.

Εκεί, στην κορυφή του βράχου, κοιτάζοντας την Κατερίνα που είχε μείνει κάτω και μας έβγαζε φωτογραφίες (την ώρα που την φωτογραφίζαμε να το κάνει αυτό) συνειδητοποίησα πως τελικά είναι αλήθεια:
Το κόψιμο του τσιγάρου σου δίνει μαγικές, σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις.

Να δούμε πόσο θα κρατήσουν.

...

+ Έντεκα φωτογραφίες του Sergey Prokudin-Gorsky, πρωτοπόρου των εικόνων που πειραματίστηκε με την έγχρωμη φωτογραφία στις αρχές του 20ου αιώνα, στη Ρωσία. Εδώ το πώς πετύχαινε αυτά τα χρώματα (και μαζί η ιστορία της ζωής του).


685px-Group_of_workers_harvesting_tea_Chakva_Prokudin-Gorsky

799px-Sergei_Mikhailovich_Prokudin-Gorskii_-_General_view_of_the_city_of_Perm_from_Gorodskie_Gorki_(1910)

20374v

sergei-prokudin-gorsky-a-field-of-poppies-e1268031099578

apo blog mauve - Prokudin1

20278v

p87_3002__00363_

Prokudin-Gorskii_Ionas_Room1

Prokudin-Gorskii2

Prokudin-Gorskii_Ionas_Room2

aligned-00215v

--------------------------------------
 
+ κάθε μέρα: Bits and Pieces
.
.
.