.
.
Δεν βλέπω το Μουντιάλ, αλλά είδα ελάχιστα απ’ τον αγώνα της Ελλάδας με την Αργεντινή. Οι Έλληνες παίκτες, μέσα σε λίγες μέρες, έγιναν από ήρωες άχρηστοι, μετά πάλι ήρωες, μετά κάτι στο ενδιάμεσο μετά πάλι ήρωες. Είναι φοβερή η ευκολία που γίνεται αυτό. Διάβαζα εδώ μερικές φράσεις εφημερίδων την επόμενη μέρα μετά την κατάκτηση του Euro 2004. Μάλλον υπερβολικές.
«Ένα νέο έθνος γεννιέται», «HELLAS!!!! Σε όλη την Ευρώπη αυτή η λέξη θα γράφεται και θα ακούγεται για μήνες. Αυτή τη φορά όχι για την ιστορία του έθνους μας, όχι για τον πολιτισμό που χάρισε στον κόσμο» (Αδέσμευτος). «Το εκτυφλωτικό φως που άναψαν 11 λεβέντες ντυμένοι στα γαλανόλευκα χθες, στο «Στάδιο του Φωτός» της Λισαβόνας, θα φαίνεται από τα άστρα. Από τον έβδομο ουρανό. Εκεί θα βρείτε τους ήρωες του EURO 2004 (...) εκεί θα βρείτε κι εμάς, εκεί θα συναντήσουμε κι εσάς. Την Ελλάδα ολάκερη. Μια χώρα στις φλόγες! Μια χώρα ταπεινή που γιορτάζει και θα γιορτάζει στον αιώνα τον άπαντα τον απόλυτο Αθλο» (Ελευθεροτυπία!!!).
Τα διάβαζα αυτά και έψαχνα και τα πρωτοσέλιδα μέσω του in.gr (οι δεξιές εφημερίδες χωρούσαν στα πρωτοσέλιδά τους την άσχετη μουτσούνα του πρωθυπουργού και της γυναίκας του) και προσπαθούσα να θυμηθώ πού ήμουν εγώ το βράδυ του τελικού. Και τι έκανα.
Το 2004 ήμουν στο στρατό. Απ’ το χειμώνα μέχρι και το καλοκαίρι ζούσα σ’ ένα στρατόπεδο της Κομοτηνής και ένιωθα πανίσχυρος. Τα πράγματα ήταν καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα, με σέβονταν όλοι επειδή ήμουν μεγαλύτερος (μεγαλύτερος κι απ’ τον 25χρονο υπολοχαγό μου), δούλευα σ’ ένα γραφείο και στα κρυφά κρατούσα σημειώσεις με την ελπίδα ότι θα γίνουν κάποτε βιβλία (δεν έγιναν) και άρθρα (έγιναν).
Επειδή ήξεραν πως είμαι απ’ τη Θεσνίκη με ρωτούσαν όλοι τι ομάδα ήμουν. Δεν ήμουν.
Παλιά ο μπαμπάς μου με είχε κάνει ΠΑΟΚ (σ’ όλη την παιδική μου ηλικία κόσμος εκπλησσόταν φωναχτά –ευχάριστα ή δυσάρεστα: «Καλά σε λένε Άρη και είσαι Πάοκ;», απίστευτα κουραστικό.) Κάποτε, προς το γυμνάσιο συνειδητοποίησα πως χωρίς λόγο ταραζόμουν με όλα αυτά τα παιχνίδια μπάσκετ που κρίνονταν στο τελευταίο δευτερόλεπτο και σταμάτησα να τα βλέπω, σταμάτησα να ασχολούμαι τελείως. Θεώρησα πως όλο αυτό είναι μάταιο, ακόμα και να σκίσει σήμερα η ομάδα μετά θα πάει χάλια, είναι σα τη ζωή, με τις μικρές δόσεις ευτυχίας της και τις μεγάλες δόσεις μη ευτυχίας.
Κάπως άσχετο: τα τελευταία χρόνια κάνω συνέχεια παρουσιάσεις σε σχολεία και γνωρίζω παιδιά δημοτικού. Είναι η πρώτη και πιο εκνευριστική ερώτηση που θα μου κάνουν. «Κύριε τι ομάδα είστε;»
Στην αρχή δεν έλεγα τίποτα, προς μεγάλη απογοήτευση των μαθητών. Μετά, σε επόμενα σχολεία έλεγα Πάοκ. Αυτό εξόργιζε τουλάχιστον τους μισούς και με γιουχάρανε, με βρισιές, κανονικά. (Τουλάχιστον όμως οι υπόλοιποι με αποθέωναν και, ίσως κι επειδή πίστευαν πως ήμουν Πάοκ, αγόραζαν τα βιβλία μου.) Όταν με κατέβαλλαν τα συνεχή γιουχαϊσματα, σε επόμενα σχολεία, έλεγα ότι δεν είμαι τίποτα. Αυτό ήταν χειρότερο όμως γιατί έμεναν όλοι δυσαρεστημένοι.
Τώρα τελευταία βρήκα ένα έξυπνο κόλπο και λέω πως «Είμαι Απόλλων Καλαμαριάς, επειδή ζω στην Καλαμαριά!» Στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν ο Απόλλων ζει ή αν πέθανε και σε ποια κατηγορία γκρεμοτσακίστηκε φέτος, αλλά το κόλπο πιάνει μια και τα περισσότερα παιδιά σέβονται την εκκεντρική επιλογή μου. (Όσα δεν την σέβονται επιμένουν: «Οκ, Απόλλων Καλαμαριάς. Από τις μεγάλες όμως;»)
Εκείνο τον Ιούνιο λοιπόν. Όλοι στο στρατόπεδο καίγονταν για το Euro, εγώ, όσο ανθελληνικό και να ήταν αυτό, αδιαφορούσα. Και σύντομα άρχισα να κάνω διευκολύνσεις σε όσους ήθελαν να δουν τα ματς. Δε ζητούσα ανταλλάγματα, είχε έρθει η βυσματική μετάθεσή μου για Θεσσαλονίκη, σε λίγες εβδομάδες πήγαινα σ’ ένα υπέροχο στρατόπεδο κοντά στο σπίτι μου. Κι έτσι από μονόχνωτος και ηδονικά απομονωμένος ξαφνικά νοιαζόμουν για όλους. Έκανα φιλίες, άκουσα προβλήματα, έδωσα συμβουλές. Και κάλυψα θέσεις καθώς οι φαντάροι το έσκαγαν στα κρυφά για να δουν τα ματς. Κάποτε οι ανώτεροι στρατιωτικοί κατάλαβαν τον παράνομο ρόλο που έπαιζα. Και, διστακτικά στην αρχή, μου ζήτησαν να βοηθήσω και αυτούς.
Έγινα λοχίας υπηρεσίας, υποδεκανέας αλλαγής ή αλφαμίτης ή οτιδήποτε χρειάστηκε. Έμπαινα στη θέση λοχαγών, εγώ, ένας γιωτάς με περιφρόνηση για τα στρατιωτικά, και περνούσα την ώρα μου διαβάζοντας βιβλία και περιοδικά, την ώρα που από μακριά, είτε απ’ το καψιμί είτε απ’ την πόλη, ακούγονταν κάθε τόσο πανηγυρισμοί. Καθώς οι μέρες περνούσαν οι πανηγυρισμοί ήταν όλο και πιο συχνοί. Και όλοι μου ζητούσαν όλο και περισσότερες χάρες. Το στρατόπεδο άδειαζε, όλοι έβγαιναν έξω ή κλείνονταν στο κψμ και ένιωθα τελείως μόνος, ευχαριστημένος που όλα μου ανήκαν, τα σιωπηλά κτίρια, τα τανκς, η περιφραγμένη φύση.
Σύντομα αναλάμβανα βάρδιες και μετά τους αγώνες, για να βγουν έξω να πανηγυρίσουν. Το πράγμα πήγαινε για θαύμα και το θαύμα όντως έγινε σε κάποια στιγμή αλλά δε θυμάμαι περισσότερα, από ένα σημείο και μετά όλες οι νίκες μού φαίνονταν ίδιες. Όταν το Euro τελείωσε όλοι με αντάμειψαν, τιμητική άδεια, κάθε μέρα είχα έξοδο, διανυκτερεύσεις, κλπ. Λίγες μέρες μετά έφυγα από εκεί και, καλώς ή κακώς, πήγα σπίτι μου.
Κάθε χρόνο το σκέφτομαι (και συχνά το κάνω). Κάθε ταξίδι στην Κομοτηνή με γεμίζει με αναμνήσεις ενός ανθρώπου σχετικά φοβισμένου, αρκετά νευρωτικού, περιέργως καταφερτζή, ηθελημένα μοναχικού, με άφθονο ελεύθερο χρόνο για γράψιμο, διάβασμα και ονειροπόληση. Που ενδιαφερόταν περισσότερο για τυχόν δικούς του, προσωπικούς θριάμβους παρά για τους υποχρεωτικά Εθνικούς...
.
.
.
+ Bits and Pieces.
.
..
Wednesday, June 30, 2010
Thursday, June 10, 2010
Έντεκα (ιστορίες σε μια πρόταση)
Δεν είμαι απ’ αυτούς που μπορούν να τα πουν όλα σε μία πρόταση. Το να γράφω όμως είναι το επάγγελμά μου και όταν χρειάζεται γίνομαι σύντομος, κόβω λέξεις, συμπυκνώνω μέχρι θανάτου. Όταν όμως δεν κάνω δουλειά (και εδώ δεν κάνω δουλειά) αφήνομαι ελεύθερος - χαρούμενος που δεν υπάρχει ούτε αντικειμενικός αλλά ούτε και ψυχαναγκαστικός λόγος για συντομία.
Ενθουσιάστηκα όμως όταν είδα το σάιτ ONE SENTENCE και τις μικροσκοπικές αληθινές ιστορίες του. Κόλλησα με την χαϊκού απλότητα των λιλιπούτειων διηγημάτων του σάιτ, διάβασα όλα τα αρχεία και σκεφτόμουν πόσα μυθιστορήματα, πόσα θεατρικά, πόσα κινηματογραφικά σενάρια δεν γράφτηκαν ποτέ μιας και προτιμήθηκε η σύντομη αφήγηση αυτών των ιστοριών.
Ιστορίες που υποοούν, που αποκαλύπτουν ή που κρύβουν, που παρουσιάζουν κομμένα αποσπάσματα του υποσυνειδήτου: διάλεξα έντεκα που μ’ άρεσαν, αλλά στο τέλος βάζω και το λινκ για να διαλέξετε τις δικές σας. Στο ενδιάμεσο η μόνη εικονογράφηση που μπορούσα να σκεφτώ, στερεοσκοπικές εικόνες, ασαφείς, χλωμές και αλλόκοτες, για να ταιριάζουν με τα μισόλογα των συμπυκνωμένων ζωών.
Χωρίς μετάφραση προφανώς, όπως ανέβηκαν στο OneSentence.
-------------------------------------------------------------
I couldn't stop thinking about how that picture board had been made for a graduation party, not a funeral.
I took ecstasy for the first time and saw Scruff Mcgruff, the anti drug dog that wears a trench coat, eight feet tall in my friends’ kitchen shaking his head at me.
Faced with answering the phone or going to lunch I chose the phone with no way of knowing that the wrong number on the other end would someday be my husband.
When I was 5 or so my mom would tell me to lie down before she tied my tie and I just now realized at the age of 19 that she did this because she's a funeral director.
After sighing and telling her how much I missed my Grandmother, my mom laughed and said, “She hated you.”
My aunt taught me to drive in the cemetery because "I couldn't hurt anyone in there."
After surfing dozens of porn sites and downloading thousands of songs illegally, I finally got a virus on my laptop from a website containing quotes from the Bible.
The day after the first fistful of my hair fell out, my son and his red pit bull showed up for breakfast, both of them with shaved bald heads.
When I paused in between songs, I could hear my husband applauding on the other side of the shower door.
I just realized that since my mom died, I have ranked the rest of my immediate family on who I fear to lose most.
As you were breaking up with me, all I could think about were those mornings when you compared the Pop-Tarts and gave me the one with more frosting.
My 8-year-old sister proudly declared that she knows that "WTF" means "Wow, That's Funny" and has been using it all over the internet!
.
----------------------------------------------------
.
.
*ONE SENTENCE
** Άλλα μικροσάιτ:
• Four Word Film Review
• Six Fics - Ιστορίες με έξι λέξεις
• ADDreviews - κριτικές δίσκων κάτω από 20 λέξεις
• ADDmovies - κριτικές ταινιών κάτω από 20 λέξεις
• Reviews in Haiku - κριτικές με 17 συλλαβές
• Seventeen Syllables - μπλογκ γραμμένο σε μορφή χαϊκού
• 50 Word Stories - αυτό
• In Other News - ειδήσεις εν συντομία
• Ommatidia - ιστορίες με 101 λέξεις
• five.sentenc.es - το γράψιμο των email με 5 ή λιγότερες προτάσεις
• 400 Words - ένα μικροπεριοδικό
• Quick Fiction - λογοτεχνία κάτω από 500 λέξεις
• Microhorror - ιστορίες τρόμου με 666 λέξεις
.
.
.+++
Wednesday, June 02, 2010
Έντεκα (για το Tambourin του Rameau)
.
*bits and pieces κάθε μέρα
(Εικόνες: Joseph Wright of Derby, 1734 – 1797. Ζωγράφιζε -με καταπληκτικούς φωτισμούς και απίστευτες σκιές- την ίδια περίπου περίοδο που ο Rameau συνέθετε τα κομμάτια του.)
Όταν πρωτανακάλυψα το Τρίτο Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, γύρω στο 1986, εκστασιάστηκα. Τότε άκουγα κυρίως ποπ, έβλεπα τα τσαρτς στη δορυφορική και έπρηζα τους γονείς μου να μου αγοράσουν το Ποπ Κορν, το Discomoda In και το Τοπ + Στίχοι. [Ήταν πολύ δύσκολο να τους πείσω. Όταν δεν έπιαναν τα επιχειρήματα «Έχει αφίσα Μάικλ Τζάκσον, συνέντευξη Μαντόνα, και τους στίχους των Duran Duran» -και ποτέ δεν έπιαναν- απλά επαναλάμβανα την επιθυμία μου κάθε διαθέσιμο δευτερόλεπτο και τη συνόδευα απ’ την παράκληση: «Σε ικετεύω, είναι το τελευταίο ποπ περιοδικό που σου ζητάω να μου αγοράσεις, το ορκίζομαι, το τελευταίο”.]
Mε είχαν όμως γράψει από μικρό στο ωδείο κλασικής μουσικής – και η ποπ ίσως έμοιαζε παράταιρη.
Πήγαινα απ’ τα έξι μου στο κέντρο. Στο ωδείο που ήταν στην Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας, μόνος, με το λεωφορείο, πράγμα που o Paul Weston θα έλεγε πως με έκανε ανεξάρτητο άνθρωπο, μου άνοιξε τους ορίζοντες και μου δίδαξε ένα σωρό συναρπαστικά πράγματα. (Όχι τόσο το ωδείο αλλά το ότι κυκλοφορούσα μόνος όλη τη βδομάδα τη στιγμή που οι συμμαθητές μου στα νήπια δεν επιτρεπόταν να περάσουν απ’ το νηπιαγωγείο στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου ήταν το σπίτι τους.)
Θυμάμαι την πρώτη φορά.
Μετά από κάποιες συνοδευμένες δοκιμές στις οποίες η μαμά μου μού είχε δείξει όλα τα σημάδια που πρέπει να ακολουθώ για να βρεθώ στη στάση της επιστροφής, βρέθηκα ένα φθινοπωρινό βράδυ μόνος, μετά το μάθημα, στην Τσιμισκή. Επανέλαβα στον εαυτό μου τις κινήσεις που έπρεπε να κάνω. Περίμενα το φανάρι, πέρασα απέναντι και περπάτησα την Αγίας Σοφίας προς τα πάνω - τότε το 6 δεν σε πήγαινε προς Καλαμαριά απ’ την Μητροπόλεως αλλά απ’ την Μακένζι Κινγκ, μέσω Παύλου Μελά.
Η ανάμνησή μου περιλαμβάνει κυρίως έναν οπτικό, καλειδοσκοπικό πολτό. Φώτα παντού, μαγαζιά με νέον, βιτρίνες, κόσμος – καμία σχέση με τη γειτονιά μας που είχε άδεια πάρκα, ένα φούρνο κι έναν μπακάλη που τον λέγαμε παππού. Ανεβαίνοντας την Αγίας Σοφίας είδα ένα δρομάκι-πεζόδρομο (υποθέτω την Αγ. Θεοδώρας). Αν και ήξερα πως δεν έπρεπε με τιποτα να βγω απ’ την πορεία μου ο πειρασμός ήταν μεγάλος, Έπρεπε να συνεχίσω, ίσια πάνω, αλλά έστριψα. Ήταν ένα μαγαζί που λεγόταν Ντο Ρε Μι που με τράβηξε. Περπάτησα τον πεζόδρομο και στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα. Πουλούσε μουσικά όργανα και δίσκους – δίσκους! πόσο αγαπούσα τους δίσκους, νομίζω ότι τους ήθελα όλους. Υπήρχε κι ένα αναλόγιο στην βιτρίνα, και είχε την παρτιτούρα του Tambourin του Rameau. Ένα κομμάτι που μου άρεσε, που το είχα μόλις διδαχτεί στην μουσική προπαιδεία την ίδια ημέρα.
Δεν ξέρω πώς βρήκα το θάρρος, αλλά μπήκα μέσα και ρώτησα αν το είχαν σε δίσκο. Το είχαν.
«Δεν έχεις 280 δραχμές;» είπε ο πωλητής. «Τότε άκου το Τρίτο Πρόγραμμα, στο ραδιόφωνο. Θα σ’ αρέσει πολύ και παίζει και συχνά το Tambourin!»
Το επόμενο πρωί γύρισα τη βελόνα του ραδιοφώνου ψάχνοντας. Ράδιο Σίτυ, αφιερώσεις στα πιο γλυκά ματάκια του 13ου Συκεών, Πανόραμα 86, το τελευταίο τραγούδι των Wham, Μουσικός Δίαυλος.
Και, το Τρίτο Πρόγραμμα. Με κομμένη την ανάσα το άκουσα όλη την ημέρα: εκτός από τη μουσική οι παρουσιαστές (που μιλούσαν σαν παρωδία ποιοτικού σταθμού, όπως θα την έκανε ο Χάρυ Κλυν) έδιναν ένα σωρό πληροφορίες, για τα έργα, για τους συνθέτες, για την κλασική μουσική γενικότερα. Ο συνθέτης της ημέρας, πεντάλεπτα μίνι αφιερώματα, σαν σήμερα στους αιώνες, συγκρίσεις έργων παιγμένων από διαφορετικές ορχήστρες, νέες κυκλοφορίες, βιογραφικά μαέστρων, τα πάντα.
Εθίστηκα ακαριαία. Σήμερα καταλαβαίνω πως εκτός απ’ την (όποια) αγάπη μου για την κλασική μουσική, ήταν η αγάπη μου για την Πληροφορία που με τράβηξε στο Τρίτο.
Οι γονείς πάντα γκρίνιαζαν πως ασχολιόμασταν με το «πότε κατούρησε ο Μάικλ Τζάκσον, με ποιον τα έφτιαξε η Μαντόνα, τι έφαγε για πρωινό ο Πρινς». Τώρα, εκτός απ’ αυτά, μάθαινα καθημερινά με ποιον τσακώθηκε ο Βάγκνερ, αν κοιμόταν με την ξαδέρφη του ο Σούμπερτ και από τι πέθανε ο Μότσαρτ.
Όσο και να άκουσα όμως το Τρίτο πότε δεν έπαιξε το Tambourin. Περίπου ένα χρόνο μετά, στα γενέθλιά μου, οι γονείς μου μου έκαναν ένα τριπλό, υπέροχα αξέχαστο δώρο. Το τρέχον τεύχος του Τοπ + Στίχοι, το True Blue της Μαντόνα σε κασέτα (με τους τίτλους στα ελληνικά, Πάπα Ντοντ Πριτς, Ουερς Δε Πάρτι κλπ), και, έναν μαγικό διπλό δίσκο βινυλίου με τις μεγαλύτερες επιτυχίες συνθετών κλασικής μουσικής. Το αγαπημένο μου κομμάτι ήταν το πρώτο της δεύτερης πλευράς του δεύτερου βινυλίου.
Ήταν μπαρόκ, κρατούσε λίγο πάνω από ένα λεπτό, είχε γραφτεί πριν από 300 χρόνια, δεν επαναλάμβανε επαρκώς το ρεφρέν. Στ’ αυτιά μου όμως ακουγόταν πολύ πιο ποπ και πιο catchy απ' όλες τις υπέροχες ποπ επιτυχίες του ’86 μαζί.
25 χρόνια μετά, το αγαπώ ακόμα.
---
(mid-tempo)
(chill out)
(uptempo)
-----------------------------------------
+ 11
[διάφορες εκπλήξεις, το tambourin παιγμένο από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και με διαφορετικά όργανα: 1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10 / 11 ]
.
.
.
*bits and pieces κάθε μέρα
(Εικόνες: Joseph Wright of Derby, 1734 – 1797. Ζωγράφιζε -με καταπληκτικούς φωτισμούς και απίστευτες σκιές- την ίδια περίπου περίοδο που ο Rameau συνέθετε τα κομμάτια του.)
Όταν πρωτανακάλυψα το Τρίτο Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, γύρω στο 1986, εκστασιάστηκα. Τότε άκουγα κυρίως ποπ, έβλεπα τα τσαρτς στη δορυφορική και έπρηζα τους γονείς μου να μου αγοράσουν το Ποπ Κορν, το Discomoda In και το Τοπ + Στίχοι. [Ήταν πολύ δύσκολο να τους πείσω. Όταν δεν έπιαναν τα επιχειρήματα «Έχει αφίσα Μάικλ Τζάκσον, συνέντευξη Μαντόνα, και τους στίχους των Duran Duran» -και ποτέ δεν έπιαναν- απλά επαναλάμβανα την επιθυμία μου κάθε διαθέσιμο δευτερόλεπτο και τη συνόδευα απ’ την παράκληση: «Σε ικετεύω, είναι το τελευταίο ποπ περιοδικό που σου ζητάω να μου αγοράσεις, το ορκίζομαι, το τελευταίο”.]
Mε είχαν όμως γράψει από μικρό στο ωδείο κλασικής μουσικής – και η ποπ ίσως έμοιαζε παράταιρη.
Πήγαινα απ’ τα έξι μου στο κέντρο. Στο ωδείο που ήταν στην Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας, μόνος, με το λεωφορείο, πράγμα που o Paul Weston θα έλεγε πως με έκανε ανεξάρτητο άνθρωπο, μου άνοιξε τους ορίζοντες και μου δίδαξε ένα σωρό συναρπαστικά πράγματα. (Όχι τόσο το ωδείο αλλά το ότι κυκλοφορούσα μόνος όλη τη βδομάδα τη στιγμή που οι συμμαθητές μου στα νήπια δεν επιτρεπόταν να περάσουν απ’ το νηπιαγωγείο στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου ήταν το σπίτι τους.)
Θυμάμαι την πρώτη φορά.
Μετά από κάποιες συνοδευμένες δοκιμές στις οποίες η μαμά μου μού είχε δείξει όλα τα σημάδια που πρέπει να ακολουθώ για να βρεθώ στη στάση της επιστροφής, βρέθηκα ένα φθινοπωρινό βράδυ μόνος, μετά το μάθημα, στην Τσιμισκή. Επανέλαβα στον εαυτό μου τις κινήσεις που έπρεπε να κάνω. Περίμενα το φανάρι, πέρασα απέναντι και περπάτησα την Αγίας Σοφίας προς τα πάνω - τότε το 6 δεν σε πήγαινε προς Καλαμαριά απ’ την Μητροπόλεως αλλά απ’ την Μακένζι Κινγκ, μέσω Παύλου Μελά.
Η ανάμνησή μου περιλαμβάνει κυρίως έναν οπτικό, καλειδοσκοπικό πολτό. Φώτα παντού, μαγαζιά με νέον, βιτρίνες, κόσμος – καμία σχέση με τη γειτονιά μας που είχε άδεια πάρκα, ένα φούρνο κι έναν μπακάλη που τον λέγαμε παππού. Ανεβαίνοντας την Αγίας Σοφίας είδα ένα δρομάκι-πεζόδρομο (υποθέτω την Αγ. Θεοδώρας). Αν και ήξερα πως δεν έπρεπε με τιποτα να βγω απ’ την πορεία μου ο πειρασμός ήταν μεγάλος, Έπρεπε να συνεχίσω, ίσια πάνω, αλλά έστριψα. Ήταν ένα μαγαζί που λεγόταν Ντο Ρε Μι που με τράβηξε. Περπάτησα τον πεζόδρομο και στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα. Πουλούσε μουσικά όργανα και δίσκους – δίσκους! πόσο αγαπούσα τους δίσκους, νομίζω ότι τους ήθελα όλους. Υπήρχε κι ένα αναλόγιο στην βιτρίνα, και είχε την παρτιτούρα του Tambourin του Rameau. Ένα κομμάτι που μου άρεσε, που το είχα μόλις διδαχτεί στην μουσική προπαιδεία την ίδια ημέρα.
Δεν ξέρω πώς βρήκα το θάρρος, αλλά μπήκα μέσα και ρώτησα αν το είχαν σε δίσκο. Το είχαν.
«Δεν έχεις 280 δραχμές;» είπε ο πωλητής. «Τότε άκου το Τρίτο Πρόγραμμα, στο ραδιόφωνο. Θα σ’ αρέσει πολύ και παίζει και συχνά το Tambourin!»
Το επόμενο πρωί γύρισα τη βελόνα του ραδιοφώνου ψάχνοντας. Ράδιο Σίτυ, αφιερώσεις στα πιο γλυκά ματάκια του 13ου Συκεών, Πανόραμα 86, το τελευταίο τραγούδι των Wham, Μουσικός Δίαυλος.
Και, το Τρίτο Πρόγραμμα. Με κομμένη την ανάσα το άκουσα όλη την ημέρα: εκτός από τη μουσική οι παρουσιαστές (που μιλούσαν σαν παρωδία ποιοτικού σταθμού, όπως θα την έκανε ο Χάρυ Κλυν) έδιναν ένα σωρό πληροφορίες, για τα έργα, για τους συνθέτες, για την κλασική μουσική γενικότερα. Ο συνθέτης της ημέρας, πεντάλεπτα μίνι αφιερώματα, σαν σήμερα στους αιώνες, συγκρίσεις έργων παιγμένων από διαφορετικές ορχήστρες, νέες κυκλοφορίες, βιογραφικά μαέστρων, τα πάντα.
Εθίστηκα ακαριαία. Σήμερα καταλαβαίνω πως εκτός απ’ την (όποια) αγάπη μου για την κλασική μουσική, ήταν η αγάπη μου για την Πληροφορία που με τράβηξε στο Τρίτο.
Οι γονείς πάντα γκρίνιαζαν πως ασχολιόμασταν με το «πότε κατούρησε ο Μάικλ Τζάκσον, με ποιον τα έφτιαξε η Μαντόνα, τι έφαγε για πρωινό ο Πρινς». Τώρα, εκτός απ’ αυτά, μάθαινα καθημερινά με ποιον τσακώθηκε ο Βάγκνερ, αν κοιμόταν με την ξαδέρφη του ο Σούμπερτ και από τι πέθανε ο Μότσαρτ.
Όσο και να άκουσα όμως το Τρίτο πότε δεν έπαιξε το Tambourin. Περίπου ένα χρόνο μετά, στα γενέθλιά μου, οι γονείς μου μου έκαναν ένα τριπλό, υπέροχα αξέχαστο δώρο. Το τρέχον τεύχος του Τοπ + Στίχοι, το True Blue της Μαντόνα σε κασέτα (με τους τίτλους στα ελληνικά, Πάπα Ντοντ Πριτς, Ουερς Δε Πάρτι κλπ), και, έναν μαγικό διπλό δίσκο βινυλίου με τις μεγαλύτερες επιτυχίες συνθετών κλασικής μουσικής. Το αγαπημένο μου κομμάτι ήταν το πρώτο της δεύτερης πλευράς του δεύτερου βινυλίου.
Ήταν μπαρόκ, κρατούσε λίγο πάνω από ένα λεπτό, είχε γραφτεί πριν από 300 χρόνια, δεν επαναλάμβανε επαρκώς το ρεφρέν. Στ’ αυτιά μου όμως ακουγόταν πολύ πιο ποπ και πιο catchy απ' όλες τις υπέροχες ποπ επιτυχίες του ’86 μαζί.
25 χρόνια μετά, το αγαπώ ακόμα.
---
(mid-tempo)
(chill out)
(uptempo)
-----------------------------------------
+ 11
[διάφορες εκπλήξεις, το tambourin παιγμένο από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και με διαφορετικά όργανα: 1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10 / 11 ]
.
.
.
Subscribe to:
Posts (Atom)