.
Μια νέα έρευνα στη Βρετανία προσπάθησε να απαντήσει στην ερώτηση: Ποια βιβλία προσπαθεί ο κόσμος να ξεφορτωθεί στα ξενοδοχεία;
Να το Τοπ-10:
Και τώρα, αν έχετε λίγη ώρα, θα πω μια αληθινή ιστορία για να γίνουν τα βιβλία έντεκα…
Μονάχα ένα βιβλίο προσπάθησα να ξεφορτωθώ κάποτε σε ξενοδοχείο. Πριν από τρία χρόνια, είχα πάει ως συγγραφέας παιδικών βιβλίων να μιλήσω σ’ ένα δημοτικό σχολείο ενός μακρινού ελληνικού χωριού. Στο τέλος, η διευθύντρια του σχολείου, αφού με κέρασε άφθονες - κάπως αμφιλεγόμενες- τοπικές λιχουδιές, μου χάρισε όλο καμάρι τρεις ογκωδέστατους τόμους μιας λαογραφικής μελέτης για τον τόπο τους.
Χαίρομαι τρομερά όταν μου χαρίζουν βιβλία -ακόμα και για τους τόπους τους- όμως κάτι πήγαινε τώρα στραβά. Πρώτον: ήταν τα πρακτικά ενός περίεργου συνεδρίου, χιλιάδες σελίδες, χωρίς ούτε μία εικόνα, κακοτυπωμένες και εκ πρώτης όψεως πολύ βαρετές. Δεύτερον: Τα "βιβλία" είχαν ημερομηνία 1983, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. (Ενώ το ύφος των δασκάλων έλεγε πως κανονικά τα είχαν για πολτοποίηση.) Τρίτον: Ήταν ΠΑΡΑ πολύ βαριά. Πάρα πολύ.
Σακούλα για να τα κουβαλήσω δεν βρέθηκε πρόχειρη και αφού ευχαρίστησα πήρα τα βιβλία στο χέρι με σκοπό να τα ξεφορτωθώ το συντομότερο στο χωριό που ήμουν, πριν επιστρέψω στο ξενοδοχείο της κοντινής πόλης.
Είχα μισή ώρα μέχρι να περάσει το ΚΤΕΛ κι έκανα μια σύντομη βόλτα χαρτογραφώντας τους κάδους ανακύκλωσης και ψάχνοντας για τον πιο βολικό - κάποιον που αν τα έριχνα δεν θα με έβλεπε κανείς. Όλοι όμως ήταν σε δημόσια θέα και, παρ’ όλο που οι δρόμοι ήταν άδειοι η παράνοια άρχισε να μου τριβελίζει το μυαλό.
Κι αν με παρατηρούσαν χωριανοί μέσα απ’ τα σπίτια και τις πίσω απ' τις κουρτίνες τους; Κι αν με έβλεπαν να πετάω τρία τεράστια βιβλία και τα αναγνώριζαν; Κι αν κάποιος ήταν ο σύζυγος της διευθύντριας και της το έλεγε; Ή κι αν η ίδια η διευθύντρια πήγαινε αργότερα να πετάξει κάτι και τα έβλεπε στον κάδο, πεταμένα – και τελείως απαξιωμένα; Η ιστορία του τόπου της, για τον οποίο πολέμησαν οι πρόγονοί της, πεταμένη στα σκουπίδια από έναν φαινομενικά ευγενικό αλλά στην πραγματικότητα διπρόσωπο και σατανικό, νεαρό συγγραφέα!
Η ατμόσφαιρα του μικρού, ήσυχου χωριού με είχε συντρίψει. Ήθελα να κάνω βόλτα αλλά τα χέρια μου πονούσαν απ’ το κουβάλημα. Έκοψα στα μουλωχτά τις πρώτες σελίδες των τριών τόμων (και στους τρεις υπήρχε συγκινητική, ίσως και υπερβολικά οικεία, αφιέρωση στο πρόσωπό μου.) Δεν υπήρχε άλλη λύση: έπρεπε οπωσδήποτε να πετάξω έστω και έναν τόμο, εδώ και τώρα!
Πλησίασα έναν κάδο, κοίταξα αριστερά και δεξιά και καθώς ετοιμαζόμουν να κάνω τη δουλειά μου άκουσα μια φωνή.
«Κύριε Δημοκίδη;» Γύρισα τρομαγμένος και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον σχολικό σύμβουλο, που ήταν παρών νωρίτερα στις παρουσιάσεις στο σχολείο. Μιας και δεν με είχε πιάσει στην πράξη και δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα δεν θορυβήθηκα και τον ρώτησα για τυχόν αξιοθέατα του χωριού που θα μπορούσα να επισκεφτώ. Αξιοθέατα του χωριού; Γέλασε. Γέλασε πολύ. Όχι, κανένα αξιοθέατο.
Καθώς αποχωριζόμασταν νομίζω ότι κοίταξε τα βιβλία που κρατούσα. Ίσως να με καταλάβαινε, ίσως να του είχαν δώσει κι αυτού την βαριά αυτή τριπλέτα πρακτικών τοπικού συνεδρίου του 1983 όταν τον πρωτογνώρισαν. Ίσως να τα είχε κι αυτός πετάξει στον ίδιο, αυτό, κάδο ανακύκλωσης. Ίσως.
Κάποτε, σ έναν παράδρομο της ανατριχιαστικά άδειας πλατείας, βρήκα έναν κάδο, αφανή και πέταξα ταραγμένος έναν απ’ τους τρεις τόμους. Χώθηκα σχεδόν μέσα και αρπάζοντας χάρτινη σαβούρα απ’ τον πάτο σκέπασα το εν λόγω βιβλίο που τόσο γλαφυρά, χωρίς αμφιβολία, θα εξιστορούσε τις περήφανες περιπέτειες και το μεγαλείο αυτού του κομματιού γης.
Προς το τέρμα του χωριού βρήκα κι άλλο κάδο και επανέλαβα τη διαδικασία. Πάει κι ο δεύτερος, σκέφτηκα χαρούμενος. Μια μονομανία (ελλείψει κάποιου διασκεδαστικότερου πράγματος εκεί πέρα) με κυρίευσε. Άφησα ηδονικά, σχεδόν μαζοχιστικά, τον εαυτό μου να πάρει την γελοία αυτή ιστορία στα σοβαρά.
Θα πετούσα και τον τρίτο αν δεν άκουγα έναν ήχο, δε θυμάμαι τι ακριβώς ήταν. Στα ΚΤΕΛ συνάντησα και πάλι τον σύμβουλο. Έκρυψα το βιβλίο πίσω απ’ την πλάτη μου, ελπίζοντας να μην προσέξει ότι ο χάρτινος όγκος που κουβαλούσα είχε μειωθεί δραματικά.
Κάποτε έφτασα στην πόλη, όμως η παράνοια δεν με εγκατέλειψε, κυρίως επειδή ο σύμβουλος μου είχε πει πως η διευθύντρια έμενε στην πόλη – κοντά στο ξενοδοχείο που έμενα κι εγώ. Απαντώντας σε σχετική (δήθεν αθώα) ερώτησή μου ο άντρας με πληροφόρησε ότι η διευθύντρια θα έφτανε στην πόλη περίπου την ίδια ώρα με μας, με τ' αμάξι της...
Από κάποιo λανθασμένo εργονομικό υπολογισμό είχα πετάξει τους δύο ελαφρύτερους τόμους. Αυτός που είχα κρατήσει (1500 χοντρές σελίδες Α4) με βάραινε σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο. Και παρ’ ό,τι οι κάδοι ανακύκλωσης με προκαλούσαν, η παράνοιά μου μου έλεγε πως δεν ήμουν ασφαλής, ενώ ταυτόχρονα άρχισα να σκέφτομαι μήπως ο σκουπιδιάρης του χωριού που θα άδειαζε τους κάδους με τους δύο ελαφρύτερους τόμους είχε τυχόν συγγενική σχέση με τη διευθύντρια ή, ακόμα χειρότερα, με τους συγγραφείς του ημι-ακαδημαϊκού πονήματος.
Έφτασα στο ξενοδοχείο, είδα τοπική τηλεόραση, μίλησα στο τηλέφωνο, μπήκα στο ίντερνετ, είδα κι άλλη τοπική τηλεόραση – και κάποτε ήρθε η ώρα να φύγω. Αποφάσισα να μην κουβαλήσω το ογκωδέστατο τέρας ως τη Θεσσαλονίκη και, θέλοντας επιτέλους να απαλλαγώ απ’ αυτό, σκέφτηκα να το αφήσω στο ξενοδοχείο.
Έπρεπε να το κρύψω κάπου που δεν θα το έβρισκαν εύκολα. Κάπου που ακόμα κι αν το έβρισκαν κάποτε δεν θα καταλάβαιναν ποιος το είχε αφήσει. Αλλά και που ακόμα και να το καταλάβαιναν, θα το καταλάβαιναν όταν εγώ θα ήμουν πολύ πολύ μακριά...
Δεν επέλεξα το κομοδίνο – πολύ εύκολο. Ούτε την ντουλάπα. Πέταξα το βιβλίο κάτω απ’ το διπλό κρεβάτι και έκανα δοκιμαστικές επιθεωρήσεις απ’ όλες τις πλευρές για να βεβαιωθώ πως δε φαινόταν από πουθενά και με τίποτα. Όντως ήταν σχεδόν αόρατο.
Χαιρέτισα τη ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου και ξεχύθηκα ελαφρύς σαν πούπουλο προς το ΚΤΕΛ. Είχα πια ξεχάσει την ιστορία και σκεφτόμουν αν προλάβαινα να πάω στο κλειστό παγοδρόμιο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο με απόκρυψη. Το σήκωσα με βαριά καρδιά.
«Ο κύριος Δημοκίδης; Σας τηλεφωνώ απ’ το ξενοδοχείο.» Κατάλαβα πως την είχα πατήσει. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. «Μ’ ακούτε; Ξεχάσατε ένα βιβλίο στο δωμάτιό σας. Δεν είχα το τηλέφωνό σας και έψαξα την κυρία που πλήρωσε για το δωμάτιό σας, την κυρία διευθύντρια.»
Διάφορες σκέψεις πέρασαν αστραπιαία απ’ το μυαλό μου. Λάιτ οργή: ήμουν σαν το κινούμενο σχέδιο που είχε δεμένη μια βόμβα πάνω του και όλο προσπαθούσε να την διώξει κι όλο αυτή επέστρεφε δριμύτερη. Επίσης: το σχολείο πλήρωνε λοιπόν για το δωμάτιο κι όχι ο εκδοτικός οίκος! Ακόμα περισσότερη ντροπή. Και τρίτον: πως στο διάολο βρήκε η καθαρίστρια μέσα σε δευτερόλεπτα το βιβλίο; Και γιατί, τέτοιο κελεπούρι, δεν το κράτησε για τον εαυτό της;
«Ααα...» μουρμούρισα, «τι καλά που το βρήκατε. Ευτυχώς! Έρχομαι να το πάρω». Γύρισα πίσω με κομμένα τα φτερά. Είχα επινοήσει ένα ψυχαναγκαστικό παιχνίδι στο οποίο ήμουν ο ήρωας και τα βιβλία ήταν ο Κακός - αλλά είχα μόλις χάσει.
Η ρεσεψιονίστ είχε το ύφος σωτήρα, μου χαμογέλασε πλατιά, ικανοποιημένη που είχε κάνει σωστά τη δουλειά της, που με είχε ξαναενώσει με το χαμένο μου αντικείμενο...
Δεν το πέταξα ποτέ. Δεν ήταν γραφτό να το αποχωριστώ – το κατανοώ. Βλέπω τώρα το χοντρό βιβλίο στο σαλόνι μου: προσπάθησα να το ξεφορτωθώ και στο χωριό και στο ξενοδοχείο, το κουβάλησα ως καλτ ενθύμιο 700 χιλιόμετρα, απέμεινε σκονισμένο και ταλαιπωρημένο σ'ένα ράφι εδώ και τρία χρόνια.
Παρέμεινε αδιάβαστο. Και αδιάβαστο θα παραμείνει. Κι όμως, παρά την εκούσια εκνευριστική του συμπεριφορά απέναντί μου, είναι, τελικά, ένα βιβλίο (και για λίγα μπορώ να το πω αυτό) που τη θέση του στη βιβλιοθήκη μου την κέρδισε με το σπαθί του.
* και κάθε μέρα ποστ στο Bits and Pieces.
.
.
.
.