Saturday, December 18, 2010

Τα Χριστούγεννα στης Γιαγιάς Έλλης

.
.
(Παινεύοντας το σπίτι μας για να μη μας πλακώσει)




Χριστούγεννα στης Γιαγιάς Έλλης


Εκεί πηγαίναμε στα ‘80ς για μεσημεριανό φαγητό κάθε Χριστούγεννα.

Καθώς ετοιμαζόταν το φαγητό και οι μεγάλοι κάπνιζαν κι έπιναν, η αδερφή μου κι εγώ ψάχναμε τα βιβλία του σπιτιού και ξεκοκαλίζαμε τις εφημερίδες – θυμάμαι το Ποντίκι, την Πρώτη και την Ελευθεροτυπία. Στην λευκή κουζίνα που θύμιζε λίγο κλινική μύριζε ούζο και μεζεδάκια. Οι μικροί συζητούσαμε για το πόσα βγάλαμε απ’ τα κάλαντα και σε κάποια στιγμή υποχρεωτικά κατεβαίναμε με τις ξαδέλφες μου στη Δημητρίου Γούναρη και χτυπούσαμε τα κουδούνια πιστεύοντας πως κάναμε κάτι συναρπαστικά ρηξικέλευθο.

Μετά ανεβαίναμε πάλι με το ασανσέρ (ζήλευα πολύ τις πολυκατοικίες που είχαν ασανσέρ) και θα αλωνίζαμε στο σπίτι που μας φαινόταν τεράστιο. Στεκόμασταν μπροστά απ’ τα καταπληκτικά στη λεπτομέρειά τους εργόχειρα της γιαγιάς Έλλης που τα είχαν βάλει σε τεράστιες κορνίζες και κάναμε ότι γυρίζαμε ταινίες. Βλέπαμε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση ένα απ’ τα δύο κανάλια που πιάναμε τότε, αν ήμασταν τυχεροί θα έπαιζε κάποιο εορταστικό επεισόδιο της Χιλιοποδαρούσας.

Όταν μας φώναζαν ξανά και ξανά πηγαίναμε στο τραπέζι και τρώγαμε ό,τι είχε φτιάξει η γιαγιά και ακούγαμε τους μεγάλους να λένε πράγματα ακαταλαβίστικα για τον Τρίτση και τον Σαρτζετάκη και την Μιμή. Μετά -πού τη βρίσκαμε την ενέργεια και την απροσποίητη χαρά;- κρυβόμασταν και περιμέναμε να εμφανιστεί ο παππούς στο σαλόνι για να τον τρομάξουμε, παίζαμε τόμπολα, βγαίναμε στο μπαλκόνι και κοιτούσαμε τη θάλασσα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Και μετά, το θυμάμαι καθαρά γιατί γινόταν σχεδόν κάθε Χριστούγεννα, αφού τρώγαμε και το γλυκό και μας έπιανε μια γλυκιά νύστα, κάποιος μεγάλος ήθελε δεν ήθελε μας πήγαινε σινεμά, σε κάποια ταινία κινουμένων σχεδίων. Πηγαίναμε στα Ηλύσια που ήταν δίπλα στο σπίτι, ή στον Έσπερο, ή στο Ναυαρίνον ή στο Παλλάς, όλα τους εκεί γύρω. Και βλέπαμε ταινίες της Ντίσνεϊ – κάποιες είχαν μόλις κυκλοφορήσει, άλλες ήταν κλασικές και τα σινεμά τις ξαναέβαζαν για τις γιορτές.

Η καλύτερη ταινία που είδαμε ένα τέτοιο απόγευμα, νομίζω την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989, ήταν το Μπερνάρ και Μπιάνκα (The Rescuers μαθαίνω σήμερα ότι λεγόταν στην πραγματικότητα), με τα δύο ποντίκια που ταξιδεύουν στην πλάτη ενός πουλιού για να σώσουν ένα κοριτσάκι που το κρατάει φυλακισμένο η κακιά της υπόθεσης Μαντάμ Μέδουσα - φυλακισμένο σ’ ένα πηγάδι να ψάχνει για το μεγάλο διαμάντι πριν έρθει η παλίρροια, πριν το κατασπαράξει ο κροκόδειλος.

Χρόνια πριν είχαμε αγοράσει την κασέτα της ταινίας, έτσι την είχα ακούσει εκατό φορές πριν καν δω την ταινία και ταιριάξω τελικά τους ήχους, τις μουσικές και τους διαλόγους που ήδη ήξερα με τις εικόνες που έβλεπα τελικά τότε...


...


Δεν μπορώ να σκεφτώ τα Χριστουγεννα στης Γιαγιάς Έλλης χωρίς να δω το πρόσωπό της (έχει πεθάνει εδώ και 15 χρόνια, τουλάχιστον) ή χωρίς να μυρίσω το κοτόπουλο και τις πατάτες φούρνου της. Δεν μπορώ να σκεφτώ τα Χριστούγεννα των ‘80ς μου χωρίς τα γέλια των συγγενών και τις περιπέτειες σε μια κουταλιά νερό, στο σπίτι εκείνο στη Δημητρίου Γούναρη.

Κυρίως όμως δεν μπορώ να τα σκεφτώ χωρίς να νιώσω μια ανατριχιαστική προσμονή για μια σκοτεινή αίθουσα. Όταν όλοι οι οικογενειακοί εορτασμοί έχουν τελειώσει εκεί θέλω πάντα να επιστρέφω, στο σκοτάδι, στις κινούμενες εικόνες, στα αχνά χρώματα, στη γλυκιά νύστα πάνω σε εορταστικές, απαλές πολυθρόνες κινηματογράφου.

Εκεί θα επιστρέψω και φέτος: στο σκοτάδι - και στην ασφάλεια αυτού που τώρα αποκαλώ γλυκόπικρη παιδική ηλικία, αλλά τότε αποκαλούσα απλώς Σήμερα.

 

Καλές γιορτές
 
------------------------
 
*bits and pieces
 
 


Wednesday, December 01, 2010

Έντεκα λεπτομέρειες του Κήπου των Επίγειων Απολαύσεων - και μια αγχωμένη εικαστική επίσκεψη.

.
.
*** Παρένθεση: εδώ και καιρό, όπως είχα ανακοινώσει απ' τον Μάιο, το enteka φιλοξενεί μόνο περιστασιακά αυτοβιογραφικά μίνι-διηγήματα. Κάτι που γίνεται αρκετά σπάνια - και έτσι θα συνεχίσει. Η υπόλοιπη (καθημερινή μάλιστα) ιντερνετική μου παρουσία είναι πια στο twitter και στο bits and pieces. Όπως είναι προφανές όμως, αντί να κλείσω το enteka θέλω να υπάρχει κι ας βρίσκω έμπνευση μόνο λίγες φορές το χρόνο: ο βασικός λόγος είναι πως έχει τεράστιο αρχείο θεμάτων (το ημερολόγιο του δεύτερου μισού της δεκαετίας μου των '00ς), έχει πλάκα - και είναι φτιαγμένο με αγάπη. ;)

---




Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων 


Το τελευταίο πρωί στη Μαδρίτη ξυπνήσαμε νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε και, κάνοντας αγώνα δρόμου, τρέξαμε στο Πράντο.

Οκτώ μέρες είχαμε μείνει στη Μαδρίτη και κάθε μέρα λέγαμε πως θα πηγαίναμε στο Πράντο, τη μία όμως είχε πολύ ήλιο και γιατί να κλειστούμε σ’ ένα μουσείο, την άλλη έβρεχε πολύ και πώς να πηγαίνουμε τώρα, την τρίτη χάσαμε το δωρεάν ωράριο, τη μέρα πριν να φύγουμε ήταν κλειστό.

Έτσι ο κλήρος έπεσε στο τελευταίο πρωί. Αν θέλαμε να πάμε, έπρεπε να ξυπνήσουμε απ’ τα άγρια χαράματα και, κουβαλώντας την πραμάτεια μας, να ζήσουμε μια στενά χρονομετρημένη περιπέτεια.

Ξέραμε πως το Πράντο ήταν γεμάτο με καλή τέχνη, πίνακες των σπουδαίων δασκάλων (πράγματα που θεωρώ κάπως βαρετά). Όμως ο λόγος της αγχωτικής επίσκεψής μας ήταν ένας και μοναδικός: να βρούμε την αίθουσα 56:Α, να πάμε δηλαδή εκεί που βρίσκεται το τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος “The Garden of Earthly Delights”.

Όταν βιάζεσαι και φοβάσαι ότι θα χάσεις το αεροπλάνο, και τα φυλλάδια με οδηγίες στα αγγλικά έχουν εξαντληθεί (αν υπήρξαν ποτέ!), και οι φύλακες δεν βοηθούν καθόλου, και το 56 το βρίσκεις, το 56:Β το βρίσκεις άλλα το 56:Α που ψάχνεις είναι αναγκαστικά χωμένο κάπου και δε συνορεύει ούτε με το 55 ούτε με το 57, τότε λοιπόν το μόνο που σε νοιάζει είναι να τρέξεις και να σπρώξεις αγουροξυπνημένους επισκέπτες που άγνωστο γιατί ήθελαν να πάνε στο Πράντο στις 9 το πρωί.

Έτσι όπως τα είχαμε χρονομετρήσει, μπορούσαμε να διαθέσουμε πέντε περίπου λεπτά στο μουσείο, πριν φύγουμε τρέχοντας για να πάρουμε το μετρό για αεροδρόμιο. Και τα τέσσερα απ’ τα πέντε λεπτά είχαν περάσει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους και στα δωμάτια με την εκνευριστικά μπερδεμένη αρίθμηση.

Οι θυσίες που είχαμε κάνει (κυρίως το πρωινό ξύπνημα, που όπως δήλωσε κάποιος πρόσφατα είναι η μάστιγα του αιώνα) μας έκαναν να επιμείνουμε και να δικαιωθούμε.

Ο Κήπος του Μπος είναι ένας πίνακας τόσο πυκνός που κοντεύει να σε τρελάνει. Παντού γίνεται κάτι και πόσο φαίνεται αυτό όταν τον κοιτάς μεγάλο και επιβλητιικό – κρεμασμένο σ’ έναν ολόκληρο τοίχο!

Όσες φορές κι αν είχα δει αυτό το αριστούργημα σε αντίγραφα, όσο κι αν είχα προσπαθήσει να εντοπίσω και να μελετήσω τις λεπτομέρειές του, τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό.

Τα μάτια μου έκαναν βιαστικά ζιγκ ζαγκ στον τεράστιο πίνακα, προσπάθησα να ρουφήξω όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσα, προσπάθησα να βιώσω την αφήγηση από αριστερά προς τα δεξιά, απόρρησα άλλη μια φορά με την εξωπραγματική φαντασία ενός ζωγράφου που είχε γεννηθεί το 1450 (και που ακόμα και σήμερα δεν ξέρουμε αν έπαιρνε ναρκωτικά και τι, αν ήταν παρανοϊκός, ή στην τελική πώς εμφανίστηκαν αυτές οι εικόνες στο μυαλό του).  

Μέχρι να τελειώσει το ένα λεπτό που μπορούσαμε να διαθέσουμε, κι ενώ οι λέξεις 'μαγικά μανιτάρια' κουδούνιζαν στο μυαλό μου, χάθηκα για λίγο στις αλλόκοτες εικόνες...

Και μετά, το λεπτό τελείωσε (περιέργως μου φάνηκε πως κράτησε πολύ περισσότερο), τρέξαμε αριστερά-δεξιά ψάχνοντας την έξοδο, πέσαμε πάνω στο μαγαζάκι και αρπάξαμε ότι σχετικό βρήκαμε πρόχειρο -μεγεθυντικούς φακούς, σελιδοδείκτες, μαγνητάκια ψυγείου, καρτ ποστάλ με λεπτομέρειες του Κήπου- και πληρώσαμε κοιτώντας το ρολόι.   

Και κρατώντας στα χέρια τα αναμνηστικά (και στα μάτια το μετείκασμα) ακολουθήσαμε τρέχοντας τα βέλη εξόδου, μπλεχτήκαμε στην πόρτα, ζητήσαμε συγνώμη από μια κυρία που ρίξαμε στο πάτωμα και ορμήξαμε έξω, στο πρωινό φως, ξανά, μαζί, χορτάτοι...


--


Έντεκα απ' τις χιλιάδες λεπτομέρεις






















----------------------------

*Περισσότερα για το τρίπτυχο

**Κάθε μέρα Bits and Pieces, εδώ.