.
(Παινεύοντας το σπίτι μας για να μη μας πλακώσει) |
Χριστούγεννα στης Γιαγιάς Έλλης
Εκεί πηγαίναμε στα ‘80ς για μεσημεριανό φαγητό κάθε Χριστούγεννα.
Καθώς ετοιμαζόταν το φαγητό και οι μεγάλοι κάπνιζαν κι έπιναν, η αδερφή μου κι εγώ ψάχναμε τα βιβλία του σπιτιού και ξεκοκαλίζαμε τις εφημερίδες – θυμάμαι το Ποντίκι, την Πρώτη και την Ελευθεροτυπία. Στην λευκή κουζίνα που θύμιζε λίγο κλινική μύριζε ούζο και μεζεδάκια. Οι μικροί συζητούσαμε για το πόσα βγάλαμε απ’ τα κάλαντα και σε κάποια στιγμή υποχρεωτικά κατεβαίναμε με τις ξαδέλφες μου στη Δημητρίου Γούναρη και χτυπούσαμε τα κουδούνια πιστεύοντας πως κάναμε κάτι συναρπαστικά ρηξικέλευθο.
Μετά ανεβαίναμε πάλι με το ασανσέρ (ζήλευα πολύ τις πολυκατοικίες που είχαν ασανσέρ) και θα αλωνίζαμε στο σπίτι που μας φαινόταν τεράστιο. Στεκόμασταν μπροστά απ’ τα καταπληκτικά στη λεπτομέρειά τους εργόχειρα της γιαγιάς Έλλης που τα είχαν βάλει σε τεράστιες κορνίζες και κάναμε ότι γυρίζαμε ταινίες. Βλέπαμε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση ένα απ’ τα δύο κανάλια που πιάναμε τότε, αν ήμασταν τυχεροί θα έπαιζε κάποιο εορταστικό επεισόδιο της Χιλιοποδαρούσας.
Όταν μας φώναζαν ξανά και ξανά πηγαίναμε στο τραπέζι και τρώγαμε ό,τι είχε φτιάξει η γιαγιά και ακούγαμε τους μεγάλους να λένε πράγματα ακαταλαβίστικα για τον Τρίτση και τον Σαρτζετάκη και την Μιμή. Μετά -πού τη βρίσκαμε την ενέργεια και την απροσποίητη χαρά;- κρυβόμασταν και περιμέναμε να εμφανιστεί ο παππούς στο σαλόνι για να τον τρομάξουμε, παίζαμε τόμπολα, βγαίναμε στο μπαλκόνι και κοιτούσαμε τη θάλασσα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Και μετά, το θυμάμαι καθαρά γιατί γινόταν σχεδόν κάθε Χριστούγεννα, αφού τρώγαμε και το γλυκό και μας έπιανε μια γλυκιά νύστα, κάποιος μεγάλος ήθελε δεν ήθελε μας πήγαινε σινεμά, σε κάποια ταινία κινουμένων σχεδίων. Πηγαίναμε στα Ηλύσια που ήταν δίπλα στο σπίτι, ή στον Έσπερο, ή στο Ναυαρίνον ή στο Παλλάς, όλα τους εκεί γύρω. Και βλέπαμε ταινίες της Ντίσνεϊ – κάποιες είχαν μόλις κυκλοφορήσει, άλλες ήταν κλασικές και τα σινεμά τις ξαναέβαζαν για τις γιορτές.
Η καλύτερη ταινία που είδαμε ένα τέτοιο απόγευμα, νομίζω την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989, ήταν το Μπερνάρ και Μπιάνκα (The Rescuers μαθαίνω σήμερα ότι λεγόταν στην πραγματικότητα), με τα δύο ποντίκια που ταξιδεύουν στην πλάτη ενός πουλιού για να σώσουν ένα κοριτσάκι που το κρατάει φυλακισμένο η κακιά της υπόθεσης Μαντάμ Μέδουσα - φυλακισμένο σ’ ένα πηγάδι να ψάχνει για το μεγάλο διαμάντι πριν έρθει η παλίρροια, πριν το κατασπαράξει ο κροκόδειλος.
Χρόνια πριν είχαμε αγοράσει την κασέτα της ταινίας, έτσι την είχα ακούσει εκατό φορές πριν καν δω την ταινία και ταιριάξω τελικά τους ήχους, τις μουσικές και τους διαλόγους που ήδη ήξερα με τις εικόνες που έβλεπα τελικά τότε...
...
Δεν μπορώ να σκεφτώ τα Χριστουγεννα στης Γιαγιάς Έλλης χωρίς να δω το πρόσωπό της (έχει πεθάνει εδώ και 15 χρόνια, τουλάχιστον) ή χωρίς να μυρίσω το κοτόπουλο και τις πατάτες φούρνου της. Δεν μπορώ να σκεφτώ τα Χριστούγεννα των ‘80ς μου χωρίς τα γέλια των συγγενών και τις περιπέτειες σε μια κουταλιά νερό, στο σπίτι εκείνο στη Δημητρίου Γούναρη.
Κυρίως όμως δεν μπορώ να τα σκεφτώ χωρίς να νιώσω μια ανατριχιαστική προσμονή για μια σκοτεινή αίθουσα. Όταν όλοι οι οικογενειακοί εορτασμοί έχουν τελειώσει εκεί θέλω πάντα να επιστρέφω, στο σκοτάδι, στις κινούμενες εικόνες, στα αχνά χρώματα, στη γλυκιά νύστα πάνω σε εορταστικές, απαλές πολυθρόνες κινηματογράφου.
Εκεί θα επιστρέψω και φέτος: στο σκοτάδι - και στην ασφάλεια αυτού που τώρα αποκαλώ γλυκόπικρη παιδική ηλικία, αλλά τότε αποκαλούσα απλώς Σήμερα.
Καλές γιορτές
------------------------
*bits and pieces