........................... ..πλέι . 1) Τα έχω λίγο χαμένα: τους τελευταίους μήνες έχω μαζέψει τόσο υλικό για το blog που όταν το βλέπω αποκαρδιώνομαι. Απλά δεν μπορώ να το κουμαντάρω – απ’ τη μία δε θέλω να ανεβάσω κάτι πρόχειρο, κι απ’ την άλλη θέλω να επεξεργαστώ όλα αυτά που έχω μαζέψει (αυτή άλλωστε είναι η χαρά κι η ανταμοιβή μου από όλο αυτό). Κι όσο βαριέμαι να στήσω τα ποστ τόσο γιγαντώνονται τα πιθανά θέματα και η κατάσταση αρχίζει να μου θυμίζει αυτό το τηλεφώνημα που σκοπεύεις να κάνεις σε κάποιον φίλο αλλά όσο το αργείς τόσο πιο δύσκολο γίνεται και ντρέπεσαι όλο και πιο πολύ και στο τέλος δεν παίρνεις ποτέ και λες κι από πάνω ‘εσύ κι ο γρύλος σου’. [Άσε που μόλις θυμήθηκα ότι είχα αρχίσει και εκείνη τη σειρά με τα 11 καλοκαιρινά βίντεο-κλιπ - τα 2/3 του καλοκαιριού πέρασαν κι εγώ είχα ξεχάσει και την ύπαρξή της ακόμα!] So be it.
2) To Golden Girls πάντα μου δημιουργούσε μια αίσθηση ασφάλειας – με τη ζεστασιά του αλλά και με όλα τα κλισέ του. Τις προάλλες πέθανε μία απ’ τις τέσσερις, η Estelle Getty: έπαιζε την μεγαλύτερη σε ηλικία (και μαμά της Ντόροθι) τη Σοφία που είχε πάντα μια κακιά, καυστική κουβέντα για όλους. Η Getty ήταν 84 χρονών το οποίο σημαίνει ότι όταν έπαιζε στη σειρά ήταν 6O! (Χάρη στο μακιγιάζ και την άσπρη περούκα φαινόταν 8Oάρα). Ήταν δηλαδή στην ίδια ηλικία με τις άλλες, και μάλιστα ήταν ένα χρόνο μικρότερη απ’ ό,τι η ηθοποιός που έπαιζε την κόρη της στη σειρά! Ο θάνατός της ανακοινώθηκε στην πρώτη σελίδα του site της, όπου και υπάρχει και μια φωτογραφία της για το πώς ήταν στ’ αλήθεια όταν έγινε 8O – και δεν μοιάζει και πολύ με την αποικόνιση της 8Oάρας που έπαιζε στα Χρυσά Κορίτσια… [R.I.P.]
[για την Άρτεμη!] . Τροφαντές ευτυχισμένες γυναίκες, σκηνές πολύχρωμης χαράς και διασκεδαστικής καθημερινότητας. Αυτός ήταν ο κόσμος της Βρετανίδας ζωγράφου Μπέρυλ Κουκ, που έφυγε πρόσφατα απ’ τη ζωή στα 82 της χρόνια. Ποτέ δεν εκτιμήθηκε απ’ τον κόσμο της τέχνης, κάποιοι την είπαν και κακέκτυπο του Μποτερό, η δουλειά της όμως αγαπήθηκε πολύ - κι αυτό ίσως είναι και το πιο σημαντικό. . Είχε γεννηθεί στο Surrey το 1926. Οι γονείς της την έγραψαν σε ένα καλό και σνομπ σχολείο αλλά αυτή το παράτησε στα 14 της. Έκανε ένα σωρό δουλειές για να ζήσει, κι όταν έκλεισε τα 17 αποφάσισε να αφήσει τη μικρή της γειτονιά και να μετακομίσει εκεί που είναι τα φώτα και η χαρά. Στο Λονδίνο. Έπαιξε ως χορεύτρια σε διάφορα μουσικά θεάματα ενώ ταυτόχρονα δούλευε στη λαμπερή βιομηχανία της μόδας. Δεν ήθελε να είναι πια παιδί - ήθελε να μεγαλώσει και να ανήκει επιτέλους στο μαγικό κόσμο των γυναικών. .. . Δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για τα παιδικά της χρόνια, θα εικάσω όμως ότι ήταν μίζερα. Κι ότι όταν δραπέτευσε στο Λονδίνο εισέβαλε απρόσκλητη σε μια πολύχρωμη γιορτή – την οποία μάλιστα ζωγράφιζε μέχρι το τέλος της ζωής της. . . Η γιορτή κράτησε τρία χρόνια, ως τα 20 της. Τότε παντρεύτηκε και αναγκάστηκε να βάλει στην άκρη τη μόδας, το μουσικό θέατρο αλλά και το αγαπημένο της χόμπι, τη ζωγραφική. Όταν ο άντρας της άνοιξε μια παμπ αυτή τον βοήθησε, σερβίροντας ποτά και διώχνοντας μεθυσμένους πελάτες. Λίγο μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, τον ακολούθησε μέχρι και στη Νότια Ροδεσία (τη σημερινή Ζιμπάμπουε), μένοντας εκεί για 13 χρόνια. . . Το 1953 η Κουκ ήταν πλέον μια ευσυνείδητη μητέρα και σύζυγος, μια τυπική νοικοκυρά μιας πραγματικά αγαπημένης οικογένειας. Και η ζωή της θα συνεχίζονταν έτσι. Μέχρι που μια μέρα… . …χάρισε στο γιο της ένα σετ ζωγραφικής. Προσπάθησε να του μάθει να χειρίζεται τα πινέλα και τις λαδομπογιές για να φτιάχνει ήλιους και κλασικά σπιτάκια. Το παιδί όμως δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον. Αντίθετα η ίδια ξετρελάθηκε. Η καταπιεσμένη της όρεξη για σχέδια και χρώματα βγήκε στην επιφάνεια και, αφού οικειοποιήθηκε το σετ ζωγραφικής του γιού της έφτιαξε τους πρώτους της πίνακες. . . Δέκα χρόνια μετά η οικογένεια Κουκ άφησε την Νότια Ροδεσία κι επέστρεψε στην Αγγλία. Η Μπέρυλ ζωγράφιζε πλέον όλο και περισσότερο. Ένα καλοκαίρι άνοιξε μια θεατρική σχολή στο Plymouth και εκεί έζησε τη ζωή που ήθελε: μέσα στη σόουμπιζ, με συχνές εξόδους σε μπαρ που είχαν drag shows και άλλα εντυπωσιακά μουσικοχορευτικά θεάματα. . . Ένας γνωστός της εντυπωσιάστηκε απ’ τους όμορφους πίνακές της, που αιχμαλώτιζαν τις πιο διασκεδαστικές στιγμές της καθημερινότητάς της, και την έπεισε να προσπαθήσει να τους πουλήσει. Προς μεγάλη της έκπληξη οι υποψήφιοι αγοραστές ήταν πολύ περισσότεροι απ’ τους πίνακες προς πώληση. . . Έπρεπε όμως να περάσει άλλη μια δεκαετία μέχρι να της προτείνει κάποιος να εκθέσει τη δουλειά της (πράγμα που τελικά έγινε στο ταπεινό, τοπικό κέντρο τέχνης του Plymouth το 1975). Αυτή η ταπεινή έκθεση ήταν που την έκανε διάσημη. Η Μπέρυλ Κουκ μπήκε στο εξώφυλλο του περιοδικού των Sunday Times και ένα χρόνο μετά εγκαινίαζε την πρώτη της έκθεση στο Λονδίνο. . . Όταν σ’ αυτό το μίνι τηλεοπτικό αφιέρωμα μια δημοσιογράφος τη ρώτησε πώς της είχε φανεί η ξαφνική, τεράστια επιτυχία της, η Κουκ γέλασε και απάντησε. «Ένιωσα τρισευτυχισμένη… Κυρίως επειδή δεν θα χρειαζόταν να κάνω πια δουλειές του σπιτιού!» . . Τις επόμενες δεκαετίες γυρίστηκαν δύο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τα έργα της, η ίδια τιμήθηκε απ’ τη Βασίλισσα αλλά είδε και τη δουλειά της (τις παχουλές γυναίκες που διασκέδαζαν στην πόλη) να γίνεται βραβευμένη σειρά κινουμένων σχεδίων στο BBC. . . Στην προσωπική της ζωή ήταν μάλλον ντροπαλή. Οι εικόνες της, έλεγε, απεικόνιζαν τον τύπο γυναίκας που θα ήθελε να είναι. Και συμπλήρωνε: «Όταν βλέπω ανθρώπους χαρούμενους φαντάζομαι αμέσως τον εαυτό μου να χορεύει μεθυστικά ανάμεσά τους...». .
- 1) Αυτή η αληθινή είδηση είναι πρώτης τάξεως υλικό για μυθιστόρημα: Ένας μανιώδης σινεφίλ έχει ακούσει τις φήμες για τις δύο ώρες φιλμ που ‘κόπηκαν’ απ’ την ταινία Metropolis (1928) του Fritz Lang. Όταν όμως μαθαίνει για κάποιον Αργεντινό άνδρα που βεβαιωμένα είδε ολόκληρη την ταινία στα ‘60ς, ο ήρωάς μας αποφασίζει να βρει την αληθινή κόπια του Fritz Lang. Το 1980 παρακαλεί το Μουσείο του Μπουένος Άιρες να ψάξει στα αρχεία του για το φιλμ. Το Μουσείο αρνείται. Ο σινεφίλ ήρωας επιμένει για τα επόμενα 28 χρόνια. Και μια μέρα οι υπεύθυνοι του Μουσείου τον παίρνουν στα σοβαρά. Τον Απρίλιο του 2008 η χαμένη κόπια/θρύλος βρίσκεται καταχωνιασμένη σε μια μικρή αίθουσα. Και, τελικά, την περασμένη εβδομάδα η πραγματική εκδοχή του Metropolis, αυτή των 3.5 ωρών, προβλήθηκε για πρώτη φορά δημοσίως, 80 ακριβώς χρόνια μετά τη δημιουργία της. [Αν υποθέσουμε ότι στις δύο ‘κομμένες’ ώρες που αναζητούσε ο ήρωας υπήρχαν μυστικοί συμβολισμοί και αποκαλύψεις για κρυφές συνωμοσίες τότε έχουμε στα χέρια μας το επόμενο παγκόσμιο μπεστ-σέλερ.]
2) Σήμερα βγήκαν τα εισιτήρια για τη συναυλία της Λένας Πλάτωνος στο Ηρώδειο. Εδώ είναι η εξαιρετική συνέντευξή της στον ggl (η ίδια άφησε και σχόλιο στο ποστ! Απ’ τα απίστευτα των blogs.) // Σήμερα είναι τα εγκαίνια της έκθεσης Connected, στη γκαλερί spilioti projects, με live chat στο http://artistschat.blogspot.com/ και πολλούς καλλιτέχνες ανάμεσα στους οποίους και ο greekgay-lolita με την εικαστική σύνθεση Corporate Cannibal και με το blogproject Ν.Ε.Ο. (not exactly oblivion), που παντρεύει την Εφηβεία της Λήθης της Δημουλά με τον Andy Warhol και με όψεις από το ελκυστικό σκουπιδαριο της Μεγάλης Αμερικάνικης Εικόνας.
3)Όταν το Κλικ βρέθηκε στον άλλο κόσμο των περιοδικών, δεν καταλάβαινε τι ακριβώς συνέβαινε. Πέρα από το ότι έτρεμε από το φόβο του, κατά τα άλλα αισθανόταν μάλλον καλά…[τώρα στο ίντερνετ με τα καλύτερα εξώφυλλα που είχε ποτέ.]
4) Η συνάδελφος μου (όχι απαραίτητα στα δημοσιογραφικά) Μερόπη Κοκκίνη έγραψε στη Lifo αυτά ακριβώς που ήθελα να μάθω απ’ αυτήν: τα παραλειπόμενα της do-it-yourself μόδας των ‘90ς και τις ιστορίες απ’ την εποχή του 01. Και τα έγραψε πολύ καλά: Μερόπη Κοκκίνη – Οι Αναμνήσεις μου.
5) Σήμερα η Gloria Gaynor στην Θεσ/νίκη, στο Θέατρο Γης (εκτός αν το κλείσουν για «λόγους ασφαλείας»). Διάφορες εκτελέσεις του I Will Survive: από τον Jesus Christ, από την Miss Piggy, στα Κορεάτικα, εκτέλεση σε banjo ukulele, από έναν μίμο που το λέει με τις φωνές των Billy Holiday, Bob Dylan κλπ και τέλος από μια κυρία η οποία αντί να πει I was petrified, λέει (με μεγάλη αυτοπεποίθηση κιόλας) I was prettified.
6)
(Όποιο απόσπασμα και να έβαζα από το Koyaanisqatsi θα ήταν το ίδιο: Αριστούργημα)
9) Την περασμένη εβδομάδα έγινε η Γιορτή Μνήμης για τον Μέγα Αλέξανδρο. Τον underrated Βασιλιά τίμησαν μπροστά στο άγαλμά του πολίτες μαζί με τοπικούς άρχοντες και ιεράρχες - φοβερά βίντεο στο ‘http://www.thess.gr/’! Επειδή όμως η κάθε πόλη έχει δύο όψεις -και μη ξεχνάμε ότι το 52% των πολιτών δεν ψήφισε Ψωμιάδη- την περασμένη εβδομάδα έγινε και το 11ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ στη Νέα Παραλία. Κύριο αίτημα των εκδηλώσεων: πιστοποιητικά γέννησης σ’ όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στην Ελλάδα.
10) Η Espresso έχει διαφημίσει με καταγγελτικά πρωτοσέλιδά της από βιβλία και κόμικς μέχρι τους Locomondo: τώρα ήρθε η σειρά των ναρκωτικών σε mp3. Ένα κραυγαλέο πρωτοσέλιδο έγραφε «ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΜΕ ΗΧΟ, ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ». Νομίζω δεν ήμουν ο μόνος που, αφού είδε το πρωτοσέλιδο στα περίπτερα, έψαξε την «είδηση» και κατέβασε μερικές «δόσεις». Νομίζω ότι είναι απλά placebo, αλλά φοβάμαι λίγο (στην ηλικία μου) να τις ακούσω. Ακόμα όμως αναρωτιέμαι για τα κίνητρα της Espresso. Τι ήλπιζε με το εξώφυλλό της (πέρα απ’ το να κάνει το i-doser διάσημο); Να κλείσει το ίντερνετ για πάντα λόγω της αποκάλυψής της, ή να απαγορευτεί το adsl στην Ελλάδα; [Ψάχνοντας το λινκ βρήκα κι άλλο καυτό νέο: H Σαμάνθα Φοξ (δήθεν) ερωτεύτηκε έναν δασκαλάκο από τη Ζάκυνθο! Αν τον δείτε θα καταλάβετε γιατί η Σαμάνθα έγινε στρέιτ για χάρη του…]
1) Με πήραν οι γονείς μου μια μέρα στη δουλειά. Είχαν βρει έναν παπαγάλο στο μπαλκόνι του σπιτιού τους. «Μάλλον χάθηκε, τι να κάνουμε;» Χάρηκα σαν μικρό παιδί και έτρεξα να τον δω. Ήταν μάλλον φοβισμένος και ασχημούτσικος: γκρι με κόκκινη ουρά. «Τι;;;;» μου είπε ο ιδιοκτήτης PetShop όταν πήγα να ζητήσω τη βοήθειά του. «Μα αυτός είναι Ζακό… Κρατήστε τον», με συμβούλεψε συνωμοτικά. «Όχι, θέλουμε να βρούμε τον ιδιοκτήτη του, θα τον ψάχνει.» «Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Είναι αφρικάνικος, ΠΑΝΑΚΡΙΒΟΣ, το είδος Ζακό είναι στο βιβλίο Γκίνες. Λέει μέχρι και χίλιες λέξεις!... Κρατήστε τον.» [Όπως είδα μετά στο ίντερνετ ο ασχημούτσικος παπαγάλος που δεν μας γέμιζε το μάτι κόστιζε από 1400 μέχρι 2000 ευρώ] Την επόμενη μέρα τυπώσαμε φυλλάδια, ‘βρέθηκε παπαγάλος στην τάδε περιοχή’ κλπ. Διάφορα συνέβησαν. Μετά από τρεις βδομάδες μας βρήκε επιτέλους ο ιδιοκτήτης του. «Πώς τον λένε;» τον ρώτησαν στο τέλος οι γονείς μου. «Άρη! Άρη τον λένε» απάντησε αυτός (κι εμείς κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, κάπως έκπληκτοι απ’ τη σύμπτωση).
3) Η κυβέρνηση λέει συνέχεια πως αυτή αποκαλύπτει και απομακρύνει τα στελέχη της. Άραγε με την σοβαροφανή επανάληψη αυτού του ισχυρισμού θα καταφέρει να τον περάσει ως Αλήθεια στο συλλογικό υποσυνείδητο;
4) Αυτό το τσίγκινο πραγματάκι με τις φωτογραφίες ήταν για χρόνια στο οικογενειακό μας αυτοκίνητο. Όταν ήμουν μικρός δεν καταλάβαινα τι σημαίνει. Τις προάλλες το είδα στο πατρικό μου. Και εντυπωσιάστηκα: είθισται οι πατεράδες να έχουν φωτογραφίες των παιδιών στο αυτοκίνητο που να τον εκβιάζουν συναισθηματικά λέγοντάς του «Μπαμπά Μην Τρέχεις». Απ’ ό,τι φαίνεται η αδερφή μου κι εγώ τον εκλιπαρούσαμε: «ΠΑΤΑ ΤΟ ΜΠΑΜΠΑ!»
5) Από την Καθημερινή: Ο Ντέιβιντ Μπερν γράφει για τη φιλία του με τον Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, τον καλλιτέχνη της ποπ-αρτ που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή: Πλησίασα τον Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ στα μέσα της δεκαετίας του '80 για το εξώφυλλο ενός δίσκου των Talking Heads, του «Speaking in Tongues»… Το πακέτο που πρότεινε αποτελούνταν από ένα εννοιολογικό κολάζ στο οποίο τα διαφορετικά στρώματα των χρωμάτων -οι κυανές, βαθυκόκκινες και κίτρινες εικόνες που συνδυάζονταν για να δώσουν την πλήρη σύνθεση- θα αποδομούνταν.
Μόνο περιστρέφοντας το διαφανές LP και τους τρεις διαφορετικού χρώματος πλαστικούς δίσκους θα μπορούσε κανείς να δει -κι αυτό μόνο κατά διαστήματα- τις τρίχρωμες εικόνες που περιείχε το κολάζ. Ήταν μια πολύ «διαυγής» εξήγηση του πώς λειτουργεί η διαδικασία ανάμιξης των χρωμάτων, ωστόσο σ' αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε να δει κανείς όλες τις εικόνες του κολάζ παρά μόνο εν κινήσει. Περιττό να πω ότι το σχέδιο έθετε κάποια προβλήματα παραγωγής στη δισκογραφική εταιρεία μας, τη Warner Bros. Records, κι έτσι κατέληξε σε μια περιορισμένη, αλλά αρκετά μεγάλη, έκδοση 50.000 αντιτύπων, που κυκλοφόρησε μαζί με τη μαζική, συμβατική εκδοχή. (περισσότερα).
8) Την 4η Ιουλίου (την ώρα που όλη η Αμερική γιόρταζε περήφανη με πυροτεχνήματα) βγήκε στις αίθουσες η ταινία/ντοκιμαντέρ για τον Hunter S. Thompson την οποία περιμένω πώς και πώς: GONZO. [H άλλη ταινία που περιμένω είναι το Wall-e, κυρίως λόγω αυτού του ποστ.]
10) O Bill Gates όταν δε μπορούσε να κατεβάσει το Moviemaker απ’ το σάιτ της Microsoft έστειλε ένα εξοργισμένο mail στους τεχνικούς του. Τώρα κάποιος το διαβάζει στον αέρα λέξη προς λέξη με τρόπο απολαυστικά δραματικό.
11) Flashback - Πριν από ένα χρόνο στο Έντεκα της Δευτέρας: H Bjork εμπνέεται από παντού / Μενέλαος Καραμαγγιώλης / Μόρισεϊ / Δακτυλογραφημένα Όνειρα /Ο Κραουνάκης δίνει παντού μουσική / Κατερίνα Γώγου / «Είναι αληθινό το μαλλί του Σπύρου Ρέβη; Κι αν ναι, είναι το τέλος της λογικής όπως την ξέραμε;»/ Περιμένοντας την ταινία των Simpsons / Ένα σημείωμα που θα μπορούσα να το είχα γράψει εγώ + ποιος καθηγητής με φώναζε ‘Σουπιά’ και γιατί; /// όλο εδώ - -
Πολλά έχω να θυμηθώ απ’ το καλοκαίρι του La Isla Bonita. Προτιμώ όμως να μιλήσω για το τώρα.
Την Παρασκευή βγήκαν τα εισιτήρια για τη συναυλία της Μαντόνα. Και πήγα να στηθώ στην ουρά του Ολύμπιον πιο πολύ για διασκέδαση, εισιτήρια θα ’βρισκα και με άλλους τρόπους. Θα την έβλεπα επιτέλους στη χώρα μου. Και πλέον δε θα αγόραζα εισιτήρια από ένα κιόσκι στο κέντρο του Βερολίνου ή χάρη σ’ ένα φίλο στο Άμστερνταμ – θα πήγαινα με το λεωφορείο στο κέντρο της ίδιας μου της πόλης.
Θα ήταν ένα ευχάριστο γεγονός: εγώ και καμιά δεκαριά γραφικοί σαν κι εμένα θα πηγαίναμε νωρίς. Τα μεγάφωνα θα έπαιζαν τραγούδια απ’ την καριέρα των 25 χρόνων της, θα γελούσα χαρούμενος που ένα όνειρο που είχα απ’ τα 5 μου χρόνια (και έμοιαζε άπιαστο και απραγματοποίητο) γινόταν πραγματικότητα.
Δεν έγινε ακριβώς έτσι. Στρίβοντας στην Πλατεία Αριστοτέλους (κι ενώ πήγα πολύ πριν την έναρξη της προπώλησης) είδα το πλήθος. Χάρηκα αρχικά. Πουλάει, σκέφτηκα, ακόμα. Ίσως και περισσότερο από ποτέ. Και μπήκα στην ουρά. Και έμεινα εκεί για έξι περίπου ώρες. Και δεν βρήκα καν το συγκεκριμένο είδος εισιτηρίων που ήθελα.
Η ουρά: ένας εφιάλτης. Ήμασταν απλώς ένα τεράστιο μπούγιο που απλώς ψηνόταν στη ζέστη. Ως επί το πλείστον δεν προχωρούσαμε καθόλου. Ξέσπασαν καβγάδες, κόσμος ήρθε στα χέρια, χάσαμε τις δύο πρώτες ώρες γιατί κάποιοι είχαν κάτι αμφιλεγόμενα χαρτάκια, όπως στην τράπεζα. Δίνονταν περισσότερα από έξι εισιτήρια τη φορά και η εξυπηρέτηση αργούσε αδικαιολόγητα. Κάποτε έφτασα πολύ κοντά, και σκέφτηκα ότι ίσως σε λίγο θα έπαιρνα εισιτήρια. Πέρασαν άλλες τεσσεράμισι ώρες από εκείνη τη στιγμή. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, διψούσα τρομερά, πεινούσα, κόντευα να λιποθυμήσω από τη ζέστη και την ορθοστασία. Αν δεν είχαν ήδη περάσει πέντε ώρες θα έφευγα. Ένιωθα πως ήταν απ’ τις πιο εκνευριστικές στιγμές της ζωής μου.
Δεν ήταν το homecoming πανηγύρι για τη Μαντόνα που φανταζόμουνα αλλά μια (ελληνικής προχειρότητας) πατέντα του ενός ταμείου και της έλλειψης οριοθετημένης ουράς. Αντί για γιορτή καταλήξαμε να μισήσουμε τη Μαντόνα.
Όταν κάποτε πήρα τα εισιτήρια που δεν ήθελα (αυτά που ήθελα φυσικά τελείωσαν λίγο πριν έρθει η σειρά μου) και ήμουν σα ζόμπι, ήρθε και μια κάμερα που ήθελε να μας πάρει δηλώσεις. Με ρώτησαν πόσην ώρα περίμενα στην ουρά. Μου ήρθε να γίνω λίγο σαν τους παππούδες που βρίζουν στο ΙΚΑ. Να πω για τις έξι στριμωγμένες ώρες στον καύσωνα, τη δίψα, την προχειρότητα κλπκλπ. Αποφάσισα να ξεγλιστρήσω και η κάμερα έψαξε για πιο πρόθυμο ομιλητή. Πήγαν σε μια μισολιπόθυμη φαν δίπλα μου.
«Πόσο περιμένατε;» την ρώτησε ο δημοσιογράφος.
Η κοπέλα εξαντλημένη αλλά χαρούμενη, έδειξε το εισιτήριο στην κάμερα και ψέλλισε ξέπνοα: «Πολύ καιρό, σχεδόν 25 χρόνια!»
Και εκείνο το δευτερόλεπτο συνειδητοποίησα πως, όσο με αφορούσε, είχε απόλυτο δίκιο. Και, ως εκ θαύματος, όλα συγχωρέθηκαν.